Οκτάβιο Λοσάνο Πας, από τη μία ο πολυτιμότερος συγγραφέας και ποιητής της Ισπανόφωνης ελίτ και από την άλλη πολιτικός διπλωμάτης της αριστεράς με αντιφάσεις και πτυχές της ζωής του ακόμα άγνωστες…
Γεννημένος σε μία μικρή πόλη του Μεξικού, στις 31 Μαρτίου του 1914, στο αποκορύφωμα της Μεξικάνικης Επανάστασης μεγάλωσε με την φροντίδα του παππού του Ιρενέο Πας-βετεράνος στρατιώτης και μυθιστοριογράφος- και της μητέρας του Χοσεφίνα Λοσάνο, αφού ο πατέρας του μικρού Οκτάβιο, όντας δικηγόρος και σύμβουλος στο πλευρό του Εμίλιο Ζαπάτα-ηγέτης των ανταρτών αγροτών της επανάστασης-, έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα από την οικογένεια.
Κατάφερε μέσα από τις δυσμενείς συνθήκες των παιδικών του χρόνων να μπει σε κολέγιο και να αποφοιτήσει από αυτό την στιγμή που όλη του η οικογένεια εξορίστηκε από το Μεξικό μετά την δολοφονία του Ζαπάτα. Ο Οκτάβιο καταλήγει στις Η.Π.Α. όπου για πρώτη φορά, κάτω από την επήρεια του παππού του, έρχεται σε επαφή με κλασσικά δημιουργήματα της ευρωπαϊκής και μεξικανικής λογοτεχνίας ενώ παράλληλα ακολουθεί και τα βήματα του πατέρα του στην νομική. Λίγο αργότερα, σε εφηβική ηλικία μόλις 19 ετών, εμφανίζονται οι πρώτες απόπειρες ποιημάτων του, πιο γνωστό το Καμπεγιέρα-Cabellera με έντονη επίδραση στην γραφή από τον Ν.Χ. Λώρενς. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα είχε ανακαλύψει τους μεγάλους συγγραφείς Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και Αντόνιο Ματσάδο που έγιναν οι κρυφοί μέντορές του στα πρώτα του γραπτά. Επόμενο κατόρθωμα το Λούνα Σιλβέστρε-Luna Silvestre (Ασημένιο Φεγγάρι), μία συλλογή ποιημάτων που τράβηξε το ενδιαφέρον των διανοούμενων της εποχής, ο κύκλος του Οκτάβιο αρχίζει να μεγαλώνει και κάπως έτσι το 1932 με την οικονομική συνεισφορά φίλων ιδρύει την πρώτη φιλολογική επιθεώρηση, τη Μπαραντάλ.
Το 1935 επηρεασμένος από την άθλια κατάσταση των μεξικανών χωρικών υπό την εξουσία των άπληστων γαιοκτημόνων, αφήνει πίσω του, σπίτι και οικογένεια, δουλεία και νομικές σπουδές και μετακομίζει στην επαρχία Γιουκατάν ώστε να εργαστεί στο σχολείο των παιδιών των εργατών. Οι πολιτικές του απόψεις δεν μένουν πια προσωπικές αλλά τάσσεται δημοσίως ενάντια στο φασισμό στο δεύτερο Διεθνές Κογκρέσο Συγγραφέων για την Προάσπιση του Πολιτισμού που έλαβε χώρα στην Ισπανία κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου. Μέχρι το 1941, πίσω στο Μεξικό, εκδίδει και γράφει ο ίδιος άρθρα στο περιοδικό Taller, στο οποίο είναι και ιδιοκτήτης ενώ το 1943 ξεκινά σπουδές στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλει της Καλιφόρνιας.
Οι “συγγραφικές του ανησυχίες” περιθωριοποιούνται τα επόμενα χρόνια, παντρεμένος πια με την Ελένα Γκάρρο και έχοντας μία κόρη, μπαίνει στο Μεξικανικό Διπλωματικό Σώμα το 1945, τοποθετούμενος αρχικά για μικρό χρονικό διάστημα στη Νέα Υόρκη. Η ζωή του αρχίζει δραματικά να μοιάζει με αυτή του πατέρα του, μακριά από την οικογένειά του και από την αγαπημένη του πένα…
Καταλήγει από τις Η.Π.Α. στο Παρίσι, από εκεί στην Ινδία και στο Τόκυο και τέλος, το 1952, στην Γενεύη της Ελβετίας. Όλα αυτά τα χρόνια το μοναδικό του έργο ήταν ο Λαβύρινθος της Μοναξιάς-El Laberinto de la Soledad. Ένα μόνο αλλά κορυφαίο και λεπτομερέστατο δοκίμιο που περιγράφει την δύναμη της μοναξιάς κάτω από την μεξικανική χαμένη ταυτότητα στο επαναστατικό κλίμα των χρόνων:
“Η μοναξιά, το να νιώνει κανείς και να ξέρει ότι είναι μόνος, απόμακρος από τον κόσμο και ξένος προς τον εαυτό του, χωριστός απ’ αυτόν, δεν αποτελεί αποκλειστικό χαρακτηριστικό του Μεξικανού. Όλοι μας, κάποια στιγμή της ζωής μας, νιώθουμε μόνοι. Κι ακόμη χειρότερα: είμαστε μόνοι. Η ζωή είναι αποκοπή απ’ αυτό που ήμασταν και βάπτισμα σε αυτό που θα γίνουμε, σε ένα πάντα παράδοξο μέλλον.
Η μοναξιά είναι ο έσχατος κύκλος της ανθρώπινης μοίρας. Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που νιώθει μόνο και το μοναδικό που αποζητεί τους άλλους…
Σήμερα, η εξουσία καταργεί τη μοναξιά, δια νόμου. Και, μαζί μ’ αυτή, τον έρωτα, παράνομη και ηρωική μορφή μέθεξης“
Αμέσως μετά την “προσωπική εξορία” του στις χώρες της Ανατολής επιστρέφει επιτέλους στην γενέτειρά του, το Μεξικό και στην οικογένειά του, με γνώσεις, εμπειρίες, τεράστια αποθέματα και μνήμες που απορρέουν το μεγαλύτερο ερωτικότερο ποίημα όλων των εποχών στην λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία, την Ηλιόπετρα-Piedra de Sol το 1957. Ένα μακροσκελές ποίημα που αποτελείται από δύο μέρη, το πρώτο ανήκει ολοκληρωτικά στην “Ηλιόπετρα“-ένα σύμβολο γύρω από την αντίληψη των Αζτέκων περί κυκλικότητας του χρόνου- και το δεύτερο τμήμα του ποιήματος με τον τίτλο “Κώστας“, είναι γραμμένο για τον φιλόσοφο και φίλο, στοχαστή της καταλλαγής, Κώστα Παπαϊωάννου, με τον οποίον ο Οκτάβιο Πας γνωρίστηκε στο Παρίσι του Μεταπολέμου.
Ηλίοπετρα, ένα συμβολικό όνομα που ενώνει την ζωή και τον θάνατο και ως απόδειξη αυτού το ίδιο το ποίημα που επιλέγει ο Οκτάβιο να τελειώσει με τους ακριβώς ίδιους στίχους με τους οποίους αρχίζει. Ολόκληρο το ποίημα είναι μια μεγάλη κυκλική φράση και ακόμα και στην διακοσμητική αισθητική του έχει τόσο στο εξώφυλλο όσο και στην τελευταία του σελίδα την πέτρα του Ήλιου. Ξεκινάει και τελειώνει στην αρχή του, λυρικό, στοχαστικό και αντιφατικό ανάμεσα στο ΕΓΩ και το ΕΣΥ, στον ΧΩΡΟ και στον ΧΡΟΝΟ στην ΣΤΙΓΜΗ και στην ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ, στον ΕΡΩΤΑ και στον ΘΑΝΑΤΟ.
“ όλα μεταμορφώνονται, όλα αγιάζουν,
κέντρο του κόσμου κάθε κάμαρα είναι,
κάθε μια πρώτη νύχτα, πρώτη μέρα,
γεννιέται ο κόσμος όταν δυο φιλιούνται,
μια στάλα φως στα διάφανά μας σπλάχνα
η κάμαρα σαν φρούτο μισανοίγει
ή εκρήγνυται σαν σιωπηλό αστέρι
[…] καταρρέουν
σε μια αχανή στιγμή καθώς για λίγο
νιώθουμε τη χαμένη ενότητά μας,
τη δόξα και την ερημιά του ανθρώπου
που θάνατο, ήλιο και ψωμί μοιράζει,
το ξεχασμένο σάστισμα πως ζούμε ”
Πολλοί μεταγενέστεροι συγγραφείς χαρακτήρισαν την Ηλιόπετρα έργο τόσο ιστορικής σημασίας όσο “η Έρημη Χώρα” του Άγγλου Έλιοτ και το “Μονόγραμμα” του Ελύτη για την Ελλάδα. Έργο που έφερε τον Οκτάβιο Πας στην απόκτηση του Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1990. Μέχρι τότε βέβαια, τα ταξίδια του δεν σταμάτησαν λεπτό, μετά το διαζύγιο του από την μητέρα της κόρης του ακολουθεί την ερωμένη του στο Παρίσι και λίγα χρόνια αργότερα επιστρέφει στην Ινδία με την ιδιότητα του Πρέσβη.
Οι πολιτικές του πεποιθήσεις τον συνόδευαν πάντοτε και τον Οκτώβριο του 1968, διαμαρτυρόμενος για τη σφαγή από κυβερνητικές δυνάμεις των μαθητών-διαδηλωτών στο Μεξικό, παραιτείται από το διπλωματικό σώμα και ιδρύει το δεύτερο περιοδικό του, Πλουραλισμός–Plural (1970-1975) ενώ παράλληλα διδάσκει και στο Χάρβαρντ. Παρότι η Μεξικάνικη κυβέρνηση έκλεισε αμέσως την έκδοση του περιοδικού ο Οκτάβιο ίδρυσε καινούριο με το όνομα Στροφή–Vuelta με το οποίο και έφυγε από την ζωή όταν τον “χτύπησε” ο καρκίνος το 1998. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του μέσα από τα άρθρα του εξέθεσε την παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων στα κομμουνιστικά καθεστώτα, περιλαμβάνοντας σε αυτά και την Κούβα του Κάστρο. Δημιούργησε πολλούς φίλους και συμπαραστάτες αλλά και πολλούς εχθρούς. Έφυγε όμως από τον κόσμο αυτό αφήνοντας τρανταχτό το όνομά του όχι μόνο για τα ερωτικά του ποιήματα και την καλλιτεχνική του πένα αλλά και για τις προσπάθειές του για μία καλύτερη δημοκρατική αριστερά στα χρόνια εκείνα που το κομμουνιστικό δόγμα ήταν καχυποψία και έγκλημα, κερδίζοντας την πιο υψηλή διάκριση της οποίας μπορεί να τύχει ένας συγγραφέας.
Στίχους της Ηλιόπετρας, έχει μελοποιήσει ο Θεσσαλός τραγουδοποιός Θανάσης Παπακωνσταντίνου και το έχει μετατρέψει σε ένα τραγούδι με αξιοθαύμαστη μαεστρία, αγαπημένο από το ελληνικό κοινό, αγνοώντας ωστόσο ότι αποτελεί αποσπασματική διασκευή του μεγαλύτερου ερωτικού ποιήματος της δεκαετίας του ’50.
Β.Κ.