Είμαστε οι επιλογές μας ή η μοίρα, η τύχη, το πεπρωμένο, ο Θεός και όπως αλλιώς θες να ονομάσεις αυτό που πιστεύεις ότι σκηνοθετεί τη ζωή σου τελικά υπάρχει και τα καθορίζει όλα; Αυτό σκέφτομαι εγώ όταν διαβάζω τη ” Μεγάλη Χίμαιρα ” και αναρωτιέμαι αν η Μαρίνα επέλεξε τη συντριβή της ή αν αυτή απλά προέκυψε.
Τη συμπαθώ τη Μαρίνα. Μια βορειοευρωπαία που εγκαταλείπει τη Γαλλία για να ζήσει στη Σύρο και να κυνηγήσει τη δική της χίμαιρα μετουσιωμένη στον έρωτα συνταυτισμένο με την ερωτική ηδονή. Την ερωτική ηδονή που συνάντησε πρώτη φορά με τον Γιάννη Ρείζη, τον Έλληνα καπετάνιο του “Χίμαιρα” τον οποίο παντρεύεται και μαζί με τον οποίο περνά μερικά χρόνια ευτυχίας στο πατρικό του σπίτι στην Σύρο. Σ’ αυτό το διάστημα προσπαθεί να κατανοήσει την ελληνική φύση και τις αλυσίδες αίματος που δένουν την ελληνική οικογένεια. Μένει μαζί με την πεθερά της, μια μορφή βαριά και παραδοσιακή, ανήμπορη να δεχθεί τον ευρωπαϊκό αέρα μέσα στο κασιώτικο σπίτι της και γνωρίζει τον εξαιρετικά μορφωμένο, γοητευτικό αλλά και νάρκισσο αδερφό του Γιάννη, Μηνά. Γίνεται μητέρα. Αν υποθέσουμε ότι η χίμαιρα της Μαρίνας είναι η ευτυχία της, κοντεύει να την πιάσει. Οι χίμαιρες όμως εξ΄ ορισμού δεν πιάνονται.
Η συντριβή του ”Μαρίνα”, του δεύτερου πλοίου της οικογένειας Ρείζη, συμπίπτει με την συντριβή της ίδιας της Μαρίνας αλλά και πιο πρακτικά με την οικονομική τους συντριβή. Ο Γιάννης αναγκάζεται να ξαναμπαρκάρει, αιματηρές οικονομίες κλείνουν τη Μαρίνα στο απομονωμένο σπίτι της Σύρου και από κάπου εδώ η ηρωίδα ταυτίζεται στο νου μας με τη δική της αγαπημένη ηρωίδα, τη Μήδεια. Ένα βράδυ αρκεί για να σημάνει την αρχή της συντριβής; Η Μαρίνα ηττάται στον πόλεμο με το σώμα της, ενδίδει σ΄ ένα βρώμικο έρωτα και αφού το έχει σκάσει από το σπίτι, γυρνά βρίσκοντας το παιδί της βαριά άρρωστο με πνευμονία. Η άφιξη του Μηνά και η βελτίωση της μικρής Άννας φέρει μια αχτίδα φωτός- φωτός που τύφλωσε τη Μαρίνα όταν πρωτόπλευσαν στο Αιγαίο- στο σπίτι του Πισκοπιού. Η αποκάλυψη όμως του μυστικού της, φέρει στην επιφάνεια το απωθημένο πάθος του Μηνά γι΄αυτήν, πάθος όχι χωρίς ανταπόκριση. Τη στιγμή που η μικρή Άννα χαροπαλεύει, ο Μηνάς και η Μαρίνα παλεύουν με το πάθος τους και χάνουν. Το άλλο πρωί τους ξυπνά η μητέρα Ρείζη με το νεκρό παιδί στην αγκαλιά, πετώντάς το στα πόδια της Μαρίνας. Είναι πια η Μήδεια.
Ποια άλλη κατάληξη επιφυλλάσει ο ποιητής στον τραγικό ήρωα πέρα από την αυτοτιμωρία; Ο Μηνάς αυτοκτονεί όπως και η Μαρίνα με το αγέννητο παιδί της. Τελευταία εικόνα της: η πολυπόθητη άφιξη του Γιάννη στο νησί.
Τη συμπαθώ τη Μαρίνα, λοιπόν. Όχι γιατί υπέφερε ούτε γιατί δεν αφήνει τον αναγνώστη να την καταδικάσει. Προλαβαίνει άλλωστε και το κάνει η ίδια στον εαυτό της. Την συμπαθώ γιατί δεν γίνεται να μην συμπαθήσει κανείς κάποιον που προσπαθεί να πιάσει κάτι άπιαστο. Την συμπαθώ γιατί έχει ειλικρίνεια ψυχής. Ίσως, βέβαια, και να την συμπαθώ γιατί ο Καραγάτσης με έκανε να πιστεύω ότι η μοίρα της ήταν προκαθορισμένη όπως κάθε τραγικής ηρωίδας.
Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν η Μαρίνα είχε κάνει διαφορετικές επιλογές, ξέρω όμως σίγουρα ότι δεν θα είχαμε στα χέρια μας την τρομερή ψυχογράφηση της γυναίκας που όλη της η ζωή περιγράφεται από τα ίδια της τα λόγια: ” Η Μήδεια είναι ο φυσιολογικός άνθρωπος, που το ερωτικό πάθος του συσκοτίζει το λογικό, όπως στον κάθε φυσιολογικό άνθρωπο. Κατ’ αντιδιαστολήν συμπέρασμα: ο άνθρωπος που δεν μπορεί να νιώσει ένα τέτοιο πάθος, δεν είναι φυσιολογικός”.
Υ.Γ: Η ”Μεγάλη Χίμαιρα” του Μ. Καραγάτση , σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου , παρουσιάζεται από το θέατρο Πορεία.
info:
Η “Μεγάλη Χίμαιρα” του Μ. Καραγάτση (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Δημήτρη Ροδόπουλου) εκδόθηκε το 1953 και είναι το δεύτερο μυθιστόρημα της τριλογίας “εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο” με πρώτο το “Συνταγματάρχης Λιάπκιν” και τρίτο το “Γιούγκερμαν”. Η πρώτη μορφή του έργου είχε τον τίτλο ”Χίμαιρα” και είχε εκδοθεί το 1936 ως νουβέλα. Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ όπως όλα τα έργα του συγγραφέα.
Αναστασία Αθηναίου