Καλημέρα, καληνύχτα, αυτή είναι η ζωή!

Αν υπάρχει κάτι ανώτερο που καθορίζει τις ζωές μας, επιλέγει πότε, πως και πόσο θα ζήσουμε θα ήθελα να μάθω γιατί αποφάσισε να ζήσω εγώ σε αυτή την δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα…σε μια περίοδο που κυριαρχεί η θλίψη και η φτώχεια, η δυστυχία και η ανεργία, άνθρωποι καταθλιπτικοί, νέοι ανήμποροι να πραγματοποιήσουν τα «θέλω» τους. Το πολιτικό σύστημα βρίσκεται υπό κατάρρευση, ο κρατικός μηχανισμός είναι ανύπαρκτος, καμία ανάπτυξη… Και την ίδια στιγμή που χιλιάδες μετανάστες περνούν τη πόρτα της χώρας σε αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, από την άλλη πόρτα βγαίνουν οι νέοι της Ελλάδας, και μάλιστα τρέχοντας.

Σκεφτόμενη, λοιπόν, όλα αυτά σχεδόν αγανακτισμένη για αυτή την αδικία εις βάρος μου, βρίζοντας για την κακή μου τύχη που δεν με άφησε να ζήσω μια περίοδο χαράς, προόδου και ανάπτυξης συνειδητοποίησα το εξής:

Ας το πάρουμε, εν συντομία, προς τα πίσω…οι γονείς μου! Βιώνουν και αυτοί την κρίση και μάλιστα πιο έντονα απ’ ότι εγώ, καθώς είδαν ότι έχτιζαν χρόνια τώρα για τα παιδιά τους να γκρεμίζεται από τρία μνημόνια. Μα πριν από αυτό, έζησαν τη Χούντα, τη στρατιωτική δικτατορία και όλα τα δεινά που επέφερε στον Ελληνισμό, με κορυφαίο το διαμελισμό της Κύπρου.

Και πιο πίσω…οι παππούδες μου! Έζησαν τον Εμφύλιο Πόλεμο, την πολεμική σύγκρουση με τις μεγαλύτερες απώλειες που γνώρισε η χώρα από το 1830 και έπειτα. Η επίσημη κυβέρνηση και από την άλλη Ε.Α.Μ, Ε.Λ.Α.Σ, Δ.Σ.Ε.. Θάνατος, φόβος, 100.000 άνθρωποι μεταναστεύουν προς τις τότε σοσιαλιστικές χώρες. Ιδεολογικό, πολιτικό και πολιτιστικό χάσμα χωρίζει την Ελλάδα. Έζησαν το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τον φασισμό, την πορεία προς το μέτωπο, μητέρες του ’40, γυναίκες της Πίνδου, το λιμό, τη πείνα, τη φρίκη του ναζισμού, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Και ακόμη πιο πίσω…οι προπαππούδες μου!  Έζησαν την περίοδο του Μεσοπολέμου, με έντονη πολιτική αστάθεια και πραξικοπήματα στην εξουσία, την δικτατορία της 4ης Αυγούστου, του Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος κυβέρνησε απολυταρχικά, με εξορίες και φυλακίσεις. Έζησαν την οικονομική κρίση του 1929, οι συνέπειες της οποίας είχαν φτάσει στην Ελλάδα. Ένα κύμα κοινωνικής εξαθλίωσης πλημμυρίζει όλο τον κόσμο. Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας έχει εκτιναχτεί μετά την Μικρασιατική καταστροφή. Έζησαν την προσφυγική παρουσία, ενάμιση εκατομμύριο πεινασμένα στόματα…ενάμιση εκατομμύριο φτηνά χέρια…ενάμιση εκατομμύριο διψασμένοι άνθρωποι για δουλειά, για γαλήνη, για ελπίδα, τριγυρνούσαν στους δρόμους της Ελλάδας με τα χέρια στις τσέπες τις ανέχειας! (Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν). Οι προπαππούδες μου είδαν, επίσης, την Σμύρνη να πυρπολείται, να καίγεται, να ερημώνει. Είδαν την μικρασιατική εκστρατεία που οδήγησε στη μικρασιατική καταστροφή. Και πριν από αυτά έζησαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εθνικό Διχασμό. Και όσο πίσω και να πηγαίνω τα δεινά του ανθρώπου δεν σταματάνε ποτέ. Γιατί ο κόσμος και ο έρωτας δεν έχουν τελειωμό… Καλημέρα, καληνύχτα, αυτή είναι η Ζωή.[1]

 Τα νεαρά ζευγάρια σαν αστέρια σ’ ομορφαίνουν μαύρη πολιτεία.

Για μια στιγμή κρατιούνται από τα χέρια, σκοτώνονται στην άλλη γωνιά.

Παιδιά, και τον αντέξατε το δύσκολο καιρό.

Δεν έχει ο έρωτας αρχή και ο κόσμος τελειωμό.

Στο δρόμο περπατούν αγκαλιασμένοι, κρυφομιλούνε σε κάποιο καφενείο.

Κι όλοι οι νεκροί είναι πάλι αναστημένοι σαν γονατίζουν στο Πολυτεχνείο.

Παιδιά, και τον αντέξατε τον δύσκολο καιρό.

Δεν έχει ο έρωτας και ο κόσμο τελειωμό.

 

Τζένη Τσελίκη


[1] Σενέκας, Ρωμαίος Φιλόσοφος.

Leave a Reply