Τρία βιβλία εξομολογούνται…

Αρκετά παράδοξος ο τίτλος, όμως το περιεχόμενο του κειμένο τόσο επεξηγηματικό, εάν αναλογιστεί κανείς την ημέρα κατά την οποία δημοσιεύεται. Μπορεί η 30η Ιανουαρίου να είναι για τους περισσότερους ανθρώπους μια ακόμη κοινή ημέρα στην καθημερινότητά τους, όμως για έναν άνθρωπο, ο οποίος δραστηριοποιείται στο χώρο της εκπαίδευσης, δεν αποτελεί κάτι τυχαίο. Ετσι λοιπόν, η 30η Ιανουαρίου είναι μια ημέρα αφιερωμένη στην εκπαίδευση και στην Παιδεία γενικότερα. Μέχρι πρόσφατα ήταν μια καθιερωμένη αργία για όλους τους καθηγητές. Φέτος αποφασίστηκε να εορταστεί ξανά, ώστε να μην χάσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της και αποτελέσει μια ακόμη μουσειακή έννοια.

Οσο εγωιστικό και τετριμμένο και να δώσει την εντύπωση ότι είναι, καθώς και ο γράφων τυγχάνει εκπαιδευτικός, η εκπαίδευση είναι ένας τομέας παραμελημένος, πολλές φορές αποκομμένος από την κοινωνική πραγματικότητα,  με σκουριασμένες πρακτικές και ανώφελες προσπάθειες για πρακτική εφαρμογή ιδεών, οι οποίες ούτε κατά διάνοια δεν ανταποκρίνονται στις πνευματικές ανάγκες της νεολαίας της πρωτοβάθμιας, της δευτεροβάθμιας, ακόμη και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Παρόλα αυτά, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία. Ετσι λοιπόν, υπάρχουν ακόμη, ευτυχώς, ανάμεσά μας άτομα, τα οποία φυλούν ακόμη Θερμοπύλες, από όποιο εκπαιδευτικό μετερίζι και να υπηρετούν, εργαζόμενοι με αυταπάρνηση, με πίστη στην αποστολή τους, με κέφι και μεράκι για το έργο τους και αφοσίωση στα ιδανικά της επιστήμης που επέλεξαν να υπηρετούν. Συμπορεύονται με τη γνώση και συνεργάζονται με τη μεταδοτικότητα, προκειμένου να καταφέρουν να μεταπλάσουν αυτές τις διψασμένες, σχεδόν αφυδατωμένες σήμερα, προσωπικότητες, οι οποίες παλεύουν μέσα στο σκοτάδι να βρουν στο δρόμο τους προς την κατανόηση, την επαγγελματική αποκατάσταση και τον προσδιορισμό της ατομικής τους ταυτότητας, σε συνδυασμό με τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντά τους. Αρωγοί σε αυτήν τους την προσπάθεια δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι, εκτός από τους δασκάλους τους, οι οποίοι, με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι είναι ό,τι περιγράφτηκε παραπάνω, θα τους εμπνεύσουν, θα τους πάρουν από το χέρι και θα τους δείξουν τα διάφορα μονοπάτια, μέσα από τα οποία δύνανται οι φερέλπιδες νέοι να ακολουθήσουν το δικό τους δρόμο. Και μόνο για αυτές τις περιπτώσεις αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους αυτούς, οι οποίοι κοπιάζουν να αποτελούν φωτεινές εξαιρέσεις σε έναν σκοτείνο εκπαιδευτικό κανόνα.

Ως προστάτες και υποδείγματα αυτοί οι εκπαιδευτικοί, έχει καθιερωθεί, στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της ορθόδοξης πίστης, να έχουν τρείς μορφές της βυζαντινής χρονικής περιόδου. Τρείς προσωπικότητες, οι οποίες, με τις ιδιότητές τους, το έργο τους και τη δραστηριότητά τους, κατάφεραν να αποτελέσουν πρότυπα εκπαίδευσης και παραδείγματα προς μίμηση, όσον αφορά τη ροή των λόγων τους, την ποιότητα των γραπτών τους και τη μεταδοτικότητά της αγάπης τους προς το έργο τους. Οι τρεις Ιεράρχες, όπως αποκαλούνται ευρέως, είναι οι Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος και Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Ποιοί ήταν αυτοί οι τρεις άνθρωποι και γιατί κέρδισαν μια τόσο αξιοσέβαστη θέση στη συνείδηση των διδασκόντων;

Η εορτή τους καθιερώθηκε γύρω στον 11ο αιώνα, επί Κωνσταντίνου 9ου, του Μονομάχου. Ο μητροπολίτης Ιωάννης Μαυρόπους συνέθεσε ένα τμήμα της ακόλουθίας για αυτές τις τρείς μορφές, οι οποίες μαζί συμβολίζουν την Αγία Τριάδα, με σκοπό να τονιστεί ακόμη περισσότερο η σημασία και η αίγλη του έργου τους. Στο πλαίσιο μια γενικότερης αναταραχής που είχε δημιουργηθεί, όταν η λεγόμενη θύραθεν παιδεία ερχόταν να ανατρέψει κάποια από τα δεδομένα της θρησκευτικής πίστης και επιστημοσύνης, αυτή η κίνηση της συμβολοποίησης των τριών προσώπων αποτελούσε μια συμβιβαστική λύση ανάμεσα στη θρησκεία και στην πραγματική γνώση των πραγμάτων. Από το 1066 και έπειτα, ακόμη και σε πολλά μέρη της οθωμανοκρατούμενης τότε Ελλάδος, η εορτή κρατιόταν στη μνήμη των ανθρώπων, μέχρι να θεσμοθετηθεί από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1841, να εορταστεί για πρώτη φορά τον επόμενο χρόνο και να επισημοποιηθεί πλήρως το 1911. Εκτοτε αυτός ο φόρος τιμής απέναντι σε αυτές τις προσωπικότητες αποδίδεται αδιαλείπτως.

 Ας επιστρέψουμε όμως στα τιμώμενα πρόσωπα. Ο Μέγας Βασίλειος καταγόταν από την Καισάρεια της Καππαδοκίας. Ηταν θεολόγος και επίσκοπος Καισαρείας. Γεννημένος τον 4ο αιώνα μ.Χ., σπούδασε Ρητορική και Φιλοσοφία. Εργο ζωής για εκείνον υπήρξε η Βασιλειάδα, ένα πτωχοκομείο, στο οποίο παρεχόταν βοήθεια σε άπορα άτομα και ανειδίκευτους εργάτες. Ηταν υψίστης σημασίας μέριμνα για εκείνον, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς και στις επιστολές του, οι οποίες αναφέρονται σε αυτό το ζήτημα. Τόσο ως Νομικός, όσο και ως Φιλοσοφος και Θεολόγος, εργάστηκε ακαταπόνητα για τη διευθέτηση διαφόρων διαφορών εντός των κόλπων της χριστιανικής πίστης, διαδίδοντας την αγάπη ως τον απόλυτο συμβιβασμό. Τα συγγράμματά του κατηγοριοποιούνται σε τρία τμήματα. Το πρώτο αφορά δογματικά συγγράμματα, το δεύτερο ασκητικά συγγράμματα και το τρίτο τις περίφημες Ομιλίες του, για τις οποίες έμεινε και πιο γνωστός συγγραφικά.

Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Γεννημένος το 349 μ..Χ. σπούδασε Ρητορική κοντά στο Λιβάνιο και αργότερα Φιλοσοφία κοντά στον Ανδραγάθιο. Μετά το θάνατο τη μητέρας του αποφάσισε να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και στράφηκε προ το μοναχισμό. Ο ζήλος με τον οποίο επιδιδόταν στη μάθηση και η σκληρότητα με την οποια ασκείτο στις αρχές του μοναχισμού, αλλά και η περίφημη ευγλωττία του, τον έφεραν μέχρι τη θέση του αρχιεπισκοπιού θρόνου στην Κωνσταντινούπολη. Το συγγραφικό του έργο είναι αρκετά πλούσιο, με έμφαση στην καταπολέμηση των αιρετικών της εποχής, των Αρειανών κυρίως. Εγραψε πολλές πραγματείες σχετικά με τον ασκητισμό, την ποιμαντική, την απολογητική, το δογματισμό και άλλα ζητήματα. Επίσης, ασχολήθηκε με το σχολιασμό των Γραφών. Επιλέον, μας σώζονται πολλές επιστολές του με πάσης φύσεως θέματα προς συζήτηση. Οσο βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη ανέπτυξε μέγάλο φιλανθρωπικό έργο. Αργότερα, εξαιτίας κάποιων παρεξηγήσεων με την κρατική εξουσία, αναγκάστηκε να απομακρυνθεί από τη θέση του και να πεθάνει στο δρόμο προς την εξορία, βαριά άρρωστος και καταπονημένος. Στη συνείδηση, πάντως, όλων είχε μείνει ως ένας δεινός ρήτορας, ο οποίος διακρινόταν από μεγάλη άνεση στο λόγο και μεγάλη φροντίδα και πρωτοτυπία για τα ρητορικά του κείμενα, όπως άλλλωστε μαρτυρεί και το επίθετό του.

Ο τελευταίος της τριάδας, Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ή Ναζιανζηνός γεννήθηκε στην πόλη Ναζιανζό της Καππαδοκίας το 349 μ.Χ. Από μικρός έλαβε κλασική παιδεία, η οποία συνίστατο στη μελέτη των αρχαίων Ελληνικών και Λατινικών κειμένων. Οπως και οι άλλοι δύο, σπούδασε Ρητορική, με συμφοιτητή το μετέπειτα αυτοκράτορα Ιουλιανό και Φιλοσοφία και αναδείχθηκε στον πιο ταλαντούχο ρήτορα από τους Πατέρες της εκκλησίας. Ηταν καλός φίλος του Μεγάλου Βασιλείου και πέρασε και αυτός αρκετά χρόνια πολεμώντας τον Αρειανισμό. Κάποτε, τα βήματά του τον έφεραν μέχρι την Κωνσταντινούπουλη, όπου διετέλεσε και αυτός επίσκοπός της. Αργότετα, αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να επιστρέψει στη γενέτειρά του, όπου πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, γράφοντας ένα αυτοβιογραφικό ποίημα με τίτλο De vita sua ( Περί της εαυτού ζωής). Συγγραφικά, ασχολήθηκε με την Πνευματολογία, τη μελέτη δηλαδή του Αγίου Πνεύματος. Την ίδια στιγμή ασχολιόταν και με τη λογοτεχνία, καθώς έγραψε πάρα πολλά ποιήματα και επιγράμματα, γύρω στα 254, θεολογικού κυρίως περιεχομένου.

Αυτοί οι τρείς πυλώνες των γραμμάτων αποτελούν του φάρους των εκπαιδευτικών καραβιών, οι οποίοι κατάφεραν να συνδυάσουν την κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής και το ζήλο για τα γράμματα. Μακαρι να μην πάψουν να δείχνουν το δρόμο σε όσους επιθυμούν να γίνουν με τη σειρά τους εκπαιδευτικές πυξίδες, των οποίων η βελόνα θα δείχνει πάντοτε προς τον ηθικό, γνωστικό και λογικό Βορρά και δεν θα αποσκοπεί στο να αποπροσανατολίζει τους φιλόδοξους εξερευνητές του κόσμου.

Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός