Σεξουαλικη κακοποιηση στην παιδικη ηλικια

~Ένα σύγχρονο φαινόμενο, με πολλαπλές διαστάσεις και λίγες λύσεις

Με αφορμή ένα – από τα πολλά, δυστυχώς – γεγονός που είδε πριν λιγο καιρό το φως της δημοσιότητας, με πρωταγωνίστρια ένα αθώο 10χρονο κορίτσι στην Ινδία, το οποίο, έπεσε θύμα βιασμού από μέλος του εγγύτερου οικογενειακού της κύκλου, και συγκεκριμένα από το θείο του, αναδύθηκαν  ερωτήματα, προβληματισμοί και ανησυχίες ενώ επιβεβαιώθηκε, για ακόμη μια φορά, ότι η κακοποίηση και η βία δεν κάνει ούτε φυλετικές ούτε ηλικιακές διακρίσεις, δεν έχει φραγμούς, δεν έχει ενοχές και δυστυχώς δεν έχει τέλος, αφού η σεξουαλική κακοποίηση αποτελεί ένα σύνηθες φαινόμενο και όχι μόνο εναντίον των γυναικών, πλέον.

Με τον όρο σεξουαλική κακοποίηση νοείται η σωματική και σεξουαλική κακομεταχείριση η οποία και επιφέρει βλάβες τόσο σωματικές όσο και ψυχολογικές, και στις περισσότερες περιπτώσεις ανεπανόρθωτες. Το καταλυτικό στοιχείο του αισχρού και επώδυνου χαρακτήρα της, είναι η καταπάτηση και η ισοπέδωση της προσωπικότητας, της βούλησης, της ελευθερίας και του ψυχισμού του θύματος αφού παρά τη θέλησή του αναγκάζεται να διαθέσει το σώμα του κατά τρόπο επώδυνο και ενίοτε διεστραμμένο. Όσο κατακριτέο και απεχθές έγκλημα και αν είναι και παρά την νομική απαξία και την κοινωνική κατακραυγή, τα ποσοστά μιλούν και αποδεικνύουν την πληθώρα τέτοιων περιστατικών, αφού περίπου 1,8 εκατομμύρια παιδιά, κυρίως κορίτσια πέφτουν θύματα σεξουαλικής βίας και εκμετάλλευσης ενώ 60 – 100 εκατομμύρια κορίτσια έχουν υποστεί καταναγκαστικές αμβλώσεις και στον αντίποδα, τα περιστατικά καταγγελίας των αποτρόπαιων γεγονότων είναι συντριπτικά λιγότερα.

σεξουαλική κακοποίηση
Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι πρόκειται – παρά τη γεωγρφική κατανομή του, π.χ. στην Ασία υπάρχει πληθώρα τέτοιων συμβάντων καθώς η προστασία των γυναικών είναι ανύπαρκτη και κηδεμόνες τους είναι συνήθως άντρες συγγενείς, στην Αφρική και στις εμπόλεμες περιοχές επικρατεί το trafficking και η μαζική σεξουαλική δουλεία γυναικών και παιδιών κ.ο.κ –  για ένα φαινόμενο με μεγάλη συχνότητα στην εμφάνισή του και στην θυματολογία του, αφού θύματα μπορούν να γίνουν και παιδιά της διπλανής πόρτας, παιδιά που φαινομενικά ζουν προστατευμένα σε μια οικογένεια, παιδιά που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να ζουν μια υγιή παιδική ηλικία.

Το τοπίο γίνεται όμως, ακόμα πιο θολό εξαιτίας της ελλιπούς νομικής και κοινωνικής αντιμετώπισης. Από νομίκης πλευράς, η πολιτεία διαθέτει μεν μηχανισμούς αντιμετώπισης, πλην όμως πρόκειται για διαδικασίες χρονοβόρες και επώδυνές καθώς μέχρι και την ακρόαση στην αίθουσα του Δικαστηρίου, αλλά και κατά τη διάρκεια αυτής, ακολουθούν αλλεπάλληλές εξετάσεις πραγματογνωμοσύνης από ιατροδικαστές και ψυχιάτρους, από ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς και καταθέσεις ενώπιον του ακροατηρίου. Και όλα αυτά, ενώ το θύμα ζει σε ιδρύματα που λειτουργούν στα πλαίσια αρμόδιων υπηρεσιών, κατόπιν εισαγγελικής παρέμβασης, αναμένοντας την τελική δικαίωση, η οποία όμως αργεί καθώς η δίκη παρελκύει λόγω αναβολών επί αναβολών και όταν τελικά φτάσει στην συνεδρίαση θα πρέπει να καταθέσει και να βιώσει ξανά τις ίδιες δυσάρεστες καταστάσεις. Όλα αυτά καθιστούν τη διαδικασία ψυχοφθόρα και ιδιαίτερα δύσκολη για το θύμα, το οποίο συχνά δεν αντέχει αυτή την αναμονή και επιστρέφει ξανά στο θύτη και  παραδίνεται στη δίνη της κακοποίησης.

Από κοινωνικής άποψης, λόγω του αποτρόπαιου και σοκαριστικού χαρακτήρα αυτού του φαινομένου, η αντίδραση τόσο του στενού κύκλου του θύματος, όσο και του ευρύτερου κοινωνικού του περιβάλλοντος δεν είναι πάντα καίρια και κατάλληλη, αφού ο φόβος των συνεπειών μια ενδεχόμενης καταγγελίας και της έκτασης της δημοσιότητας που αυτή θα πάρει, καθώς και τα ταμπού ως προς την αποδοχή τέτοιων γεγονότων που διασαλεύουν την κατα τα φαινόμενα ομαλή οικογενειακή και κοινωνική συμβίωσηλειτουργούν ως ανασταλτικοί παράγοντες, εμποδίζοντας την άμεση αντιμετώπιση αλλά και μεταγενέστερη πρόληψή του. Τραγικό δε, λάθος είναι η εναπόθεση των ευθυνών στο ίδιο το θύμα, θεωρώντας την ασέλγεια ως συνέπεια προηγούμενης προκλητικής συμπεριφοράς του, μεταθέτοντας το βάρος στο θύμα, γεμίζοντάς το τύψεις και ενοχές, αφού μια κοινωνία δυσκολεύεται να αποδεχθεί ότι, παρά την νομιμοφάνεια και τη σοβαροφάνειά της, στα σπλάχνα της θρέφει τόση παρανομία και διαστροφή.

Παρόλα αυτά όμως, το εν λόγω ζήτημα χρήζει άμεσης αντιμετώπισης και προς τούτο αποτελεί επιτακτική ανάγκη η ενημέρωση ως προς τις δυνατότητες και τα υπάρχοντα μέσα. Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθεί ο ρόλος που έχουν οι ανοιχτές Γραμμές Υποστήριξης τέτοιων περιστατικών και οι οποίες στελεχώνονται από ειδικούς, εκπαιδευμένους και έτοιμους να επέμβουν και να τα αντιμετωπίσουν. Ακόμα, η οικογένεια ως άμεσα ερχόμενη σε επαφή με το παιδί θα πρέπει να αφουγκράζεται και να ερμηνεύει τη συμπεριφορά του, εντοπίζοντας ύποπτα συμπτώματα, όπως φόβος, ενοχή, ασυνήθιστη εσωστρέφεια κ.λπ. και παράλληλα τόσο αυτή όσο και άλλοι αρμόδιοι φορείς της κοινωνίας θα πρέπει να μεριμνήσουν ώστε το παιδί να μπορεί να αντιληφθεί και να αναγνωρίσει τυχόν σημάδια, που ενδεχομένως αποσκοπούν σε πράξεις ασέλγειας και να είναι ικανό να τις διαχειριστεί και χωρίς φόβο να τις ομολογήσει στα άτομα που εμπιστεύεται. Τέλος, καθοριστικό ρόλο διαδραματίζει και η «θέση» του σχολείου, καθώς τα εκπαιδευτικά κέντρα, τα σχολεία κ.ο.κ θα πρέπει να παρατηρούν και να εντοπίζουν ύποπτες συμπεριφορές και να αξιοποιούν όλα τα δυνατά μέσα αντιμετώπισης και ενημέρωσης. Σημαντικότερο όμως είναι το σθένος και η οξεία αντίληψη των κακώς κειμένων από τον καθένα μας, σε ατομικό επίπεδο και η καίρια παρέμβασή μας με κάθε νόμιμο μέσο που διατίθεται στα χέρια μας από την πολιτεία.

Για κάθε παιδί που κακοποιείται, για κάθε σιωπή μας σε μαρτυρίες τέτοιων γεγονότων, φέρουμε την ευθύνη αφού η σιωπή δεν είναι λύση, είναι συνενοχή!

Έλενα Παπαιωάννου 
Δικηγόρος