Κατερίνα Αγγελάκη – Ρούκ, η διδαχή της απώλειας

Υπενθυμίσεις του έρωτα

Αν σ’ έχει ξεχάσει ο έρωτας

εσύ θα τον ξαναθυμηθείς
μόλις η ματιά σου αγγίξει τη φύση
τις πλαγιές, τα κύματα
τα φυλλοβόλα δέντρα
που δεν αμφισβητούν ποτέ τις εποχές
τα ζώα που βγαίνοντας
απ’ την κοιλιά της μάνας τους
ξέρουν κιόλας πώς να ζήσουν
πώς ν’ αντισταθούν στους εχθρούς
που τους έχει ορίσει η φύση.
Πρόσεξε μόνο μην η ζωντανεμένη ανάμνηση
πέσει πάνω στο σωρό
απ’ τις προδομένες προσδοκίες σου
τ’ αναπάντητα όνειρά σου.

rouk

Λέγεται ότι μια ατυχία στη ζωή μπορεί να μας πάει πίσω σε πολλά πράγματα. Οποια μορφή και να έχει αυτή, είναι δυνατόν να μας αποτρέψει από το να κοιτάζουμε τους διπλανούς μας στα μάτια και να μας καταβαραθρώσει. Στην περίπτωση πολλών ανθρώπων αυτή η κατάσταση έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την προσωπική τους κοσμοθεωρία και φιλοσοφία γύρω από τον περιβάλλοντα χώρο και το πνέυμα τους. Δυνατοί μεσα στην ψυχή τους εναγκαλίζονται κάποια αδυναμία που ενδεχομένως να έχουν και λυτρώνονται μέσω μιας άλλης διόδου, η οποία τους υπόσχεται πεδίον δόξης λαμπρόν. Δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να πέσει στο τέλμα που ορίζει η όποια αναπηρία τους, παρά συνεχίζουν μέσα στο διάβα του βίου τους, πεπεισμένοι μα και επιβεβαιωμένοι οτι είναι ολοκληρωμένοι.

Αυτό ισχύει και για την περίπτωση της ποιήτριας και μεταφράστριας Κατερίνας Αγγελάκη – Ρούκ, μιας γυναίκας, η οποία με μια δόση πικρίας ομολογούσε πάντοτε στις κουβέντες της ότι εάν γεννιόταν έξι μήνες νωρίτερα, ένα απλό εμβόλιο της νεοεφευρεθείσης τότε πενικιλίνης από τον Αλεξάντερ Φλέμιγνκ, θα την είχε σώσει από την ξαδέλφη της Πολυομυελίτιδος, το Σταφυλόκοκκο. Παρόλο που αυτό το κορίτσι γεννήθηκε με ατροφική όλη την αριστερή της μεριά, ποτέ δεν άφησε αυτήν τη συγκυρία να την οδηγήσει στην κατάθλιψη. Για αυτό και πάντοτε ήταν χαμογελαστή και συμμετείχε σε όλες τις δραστηριότητες που μπορεί να σκεφτεί ο ανθρώπινος νούς.

Γεννημένη το 1939 στην Αθήνα, να μοιράζει την καταγωγή της σε δύο γωνιές του ελληνισμού, την Πάτρα και τη Μικρά Ασία, έλαβε περίσσεια αγάπης από δύο ανθρώπους, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι, χαριτολογώντας, παππούδες της ( η μητέρα της ήταν 45 ετών και ο πατέρας της 60 όταν εκείνη γεννήθηκε). Η παιδική ψυχή, εκτός από την αθωότητα, διακρίνεται και από μια υπέρμετρη ευαισθησία. Ετσι, θέλοντας να αποξεχνάει κάποιες στιγμές το σωματικό της ελάττωμα, επιδόθηκε με ιδιαίτερη θέρμη στη μελέτη. Στο θέμα της μόρφωσης είχε και τους γονείς της συμπαραστάτες, οι οποίοι, συμπτωματικά, ήταν πολύ μορφωμένοι (ο πατέρας της μιλούσε εφτά ξένες γλώσσες). Η ίδια συνήθιζε να εξομολογείται ότι από νεαρή ηλικία είχε ταχθεί, ασυναίσθητα, όσο παράδοξο και αν φαίνεται αυτό, στη σφαίρα της αμφισβήτησης και εκινείτο με βάση την κοινή λογική, δίχως να διακρίνεται από μια αφοριστική διάθεση. Αυτό δεν ήταν τυχαίο, καθώς είχε τη μεγάλη τύχη να έχει ως πνευματικό της πατέρα το μυθιστοριογράφο Νίκο Καζαντζάκη. Ο πατέρας της Αγγελάκη – Ρούκ ήταν δικηγόρος του συγγραφέα και ο τελευταίος δεν αρνήθηκε να της βάλει το λάδι στη βάφτισή της. Ενα μεγάλο της παράπονο ήταν ότι δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει, διότι εκείνος πέθανε έξι μήνες πρίν εκείνη τελειώσει το τότε γυμνάσιο. Ομως ο σπόρος της αναζήτησης αυτού που ονομάσαμε ‘’ζωή’’ είχε φυτρώσει και είχε ριζώσει βαθιά. Από εκεί και πέρα όλα έμελλε να πάρουν το δρόμο τους με ένα φυσικό τρόπο.

Με σπουδές στην Αθήνα, αρχικά και αργότερα στο Παρίσι και στη Γενεύη, απέκτησε πτυχίο Μεταφραστού – Διερμηνέως, με τα Αγγλικά, τα Γαλλικά και τα Ρώσικα να αποτελούν τα δυνατά της όπλα. Αν και σταδιοδρόμησε ως μεταφράστρια, το πάθος της για τη μητρική της γλώσσα έμενε άσβεστο. Ετσι, παράλληλα με την εργασία της, δεν έχανε την ευκαιρία να αποτυπώνει τις ανησυχίες της στο χαρτί, με τη μορφή ανομοιοκατάληκτου στίχου. Οσον αφορά αυτό, είχε την τύχη να δεί ένα ακόμη καλό από το νονό της, ο οποίος, λίγο πρίν φτάσει στο κατώφλι του θανάτου, δημοσίευσε το πρώτο της ποίημα. Η φιλόδοξη δημιουργός ήταν τότε 17 ετών και αισθανόταν ότι της είχε παραδοθεί το ομορφότερο δώρο στον κόσμο. Ποτέ δεν ξέχασε το ποίημά της με τίτλο ΜΟΝΑΞΙΑ, το οποίο δεν παρέλειπε να απαγγέλει δοθείσης ευκαιρίας.

Ο αυθορμητισμός της, μα και η ψυχραιμία με την οποία ατένιζε το ανθρώπινο σύμπαν την οδήγησαν σε γαμήλια δέσμευση με τον κλασικιστή και βιβλιοθηκάριο Ρόντνεϊ Ρούκ, στην τρυφερή ηλικία των 24 ετών. Επί 43 συναπτά έτη μόνο ευτυχισμένη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει εαυτήν, με τις μεταφράσεις της να την εξιλεώνουν απέναντι στο χρέος της στο εκάστοτε κείμενο και τα γραπτά της να την συντροφεύουν στο κυνήγι της έκδοσης από το 1963 μέχρι τα τέλη του 2019. Δεν υπήρχε, από μέρους της, καμία εμπιστοσύνη στον πεζό λόγο. Μόνο ο στίχος έβγαζε τα εσώψυχά της στην επιφάνεια. Οι διακρίσεις υπήρξαν άφθονες, όμως το μεγαλύτερο βραβείο για εκείνην ήταν η έμπνευσή της και η συγγραφική της ευχέρεια, η οποία καθίστατο υψίστης σημασίας, καθώς ερχόταν αντιμέτωπη με τη νοοτροπία του ‘’κατά παραγγελίαν’’. Ο δεύτερος λογοτέχνης που στάθηκε αρωγός στη δική της προσπάθεια ήταν ο Καβάφης. Είχε την ευτυχία να τον κατανοεί από τα μικράτα της.

Γερά στηριγμένη ,λοιπόν, σε αυτές τις αξεπέραστες πένες κατάφερε να διαμορφώσει τη δική της φωνή και να της δώσει μορφή στο δενδρινό πανί. Θεματικοί αξονές της ήταν τα νιάτα, η απώλεια, η σωματική αναπηρία, η αποστροφή προς την πολυτέλεια και την απληστία, ο μονοθεϊσμός του χρήματος, ο Ερωτας. Στο γέρμα της ζωής της, μετρώντας πάνω από 20 ποιητικές συλλογές και περισσότερες μεταφράσεις, γεμάτη από χαρά, ένιωθε μόνο ευγνωμοσύνη που αν και πλήρωσε ένα πολύ ακριβό εισιτήριο για την παρουσία της και το πέρασμά της από το κατώφλι της αιωνιότητας, πίστευε αναμφίβολα ότι το αντίτιμο άξιζε τον κόπο.

Ποιητικό Υστερόγραφο

Τα ποιήματα δεν μπορούν πια
να ‘ναι ωραία
αφού η αλήθεια έχει ασχημύνει.
Η πείρα είναι τώρα
το μόνο σώμα των ποιημάτων
κι όσο η πείρα πλουταίνει
τόσο το ποίημα τρέφεται και ίσως δυναμώσει.
Πονάν τα γόνατά μου
και την Ποίηση δεν μπορώ πια να προσκυνήσω,
μόνο τις έμπειρες πληγές μου
μπορώ να της χαρίσω.
Τα επίθετα μαράθηκαν
μόνο με τις φαντασιώσεις μου
μπορώ τώρα την Ποίηση να διανθίσω.
Όμως πάντα θα την υπηρετώ
όσο βέβαια εκείνη με θέλει
γιατί μόνο αυτή με κάνει λίγο να ξεχνώ
τον κλειστό ορίζοντα του μέλλοντός μου.

Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός