Ρομαίος και Τζουβλιέτα

Αν νομίζεις πως έχω γράψει λάθος τον τίτλο από το γνωστό θεατρικό έργο του Σαίξπηρ, τότε κάνεις λάθος! Ο τίτλος αυτός σαφώς και παραπέμπει στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, όμως είναι ο τίτλος- λογοπαίγνιο ενός μικρού θεατρικού έργου που θέλει να δηλώσει την καταγωγή των δύο πρωταγωνιστών του, ένα αγόρι τσιγγάνικης καταγωγής, εξ ου και Ρομ-αίος, και ένα κορίτσι μη τσιγγάνικης καταγωγής, δηλαδή μία «μπαλαμή» ή αλλιώς «τζουβλί» όπως λέγεται στην τσιγγάνικη γλώσσα η μη τσιγγάνα, γι’ αυτό και Τζουβλιέττα!

Το θεατρικό αυτό γράφτηκε στα πλαίσια μιας διαπολιτισμικής παρέμβασης στο 3ο Γυμνάσιο Δενδροποτάμου Θεσσαλονίκης, όπου οι η πλειονότητα των μαθητών είναι Ρομά, και παρουσιάστηκε πέρσι από ομάδα μαθητών σε σχολική γιορτή αφιερωμένη σ την παγκόσμια ημέρα των Ρομά, στις 8 Απριλίου, αλλά και στην ετήσια Γιορτή Πολυγλωσσίας του δήμου Θεσσαλονίκης. Ο σκοπός της παρέμβασης ήταν διττός καθώς στόχευε αφενός στο να γνωρίσουν τα παιδιά λίγα πράγματα για τον Σαίξπηρ, κατόπιν δικής τους επιθυμίας, και αφετέρου να προβληματιστούν γύρω από την έννοια του στερεοτύπου, αφού η ιστορία αφορά τον έρωτα των δύο νέων παιδιών, ο οποίος πέφτει θύμα προκαταλήψεων και ρατσισμού.

Ωστόσο, η ιστορία μας, εν αντιθέσει με το σαιξπηρικό έργο, έχει αίσιο τέλος. Ένα απρόσμενο συμβάν δίνει την ευκαιρία στον Ρομαίο να αποδείξει το ήθος του και να γκρεμίσει τον τοίχο των στερεοτύπων που στεκόταν μπροστά του και τον χώριζε από την αγαπημένη του. Τελικά, οι δύο οικογένειες συμφιλιώθηκαν και το μήνυμα δόθηκε: η διαφορετικότητα δεν θα πρέπει να αποτελεί τροχοπέδη στις ανθρώπινες σχέσεις.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως το μήνυμα του έργου είναι κοινότυπο, ωστόσο στις μέρες μας παραμένει πιο διαχρονικό από ποτέ έχοντας φόντο μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Οι στερεοτυπικές αντιλήψεις, δυστυχώς, λειτουργούν συχνά σαν μάσκα που κρύβει το πρόσωπο όλων των ανθρώπων που ανήκουν σε κάποια στιγματισμένη κοινότητα, όπως είναι αυτή των Ρομά. Σίγουρα η τσιγγάνικη καταγωγή δεν είναι συνώνυμο της απατεωνιάς ούτε οποιουδήποτε κακού υπάρχει στον κόσμο!

Είναι εύκολο να κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους και να κρατάμε αποστάσεις από καθετί «ξένο» και διαφορετικό από μας. Αυτή η στάση, όμως, βάζει στεγανά μεταξύ των ανθρώπινων σχέσεων και συχνά δημιουργεί προβλήματα. *(Η λύση είναι να προσπαθήσουμε λιγο παραπάνω ώστε να μπούμε στα παπούτσια του άλλου).

Έτσι, λοιπόν, παίρνοντας σαν αφορμή την παγκόσμια ημέρα των Ρομά, ας κρατήσουμε το μήνυμα του «Ρομαίου και της Τζουβλιέτας» που αποβλέπει πέραν φυλετικών και κοινωνικών διακρίσεων κρατώντας στο νου μας πως η διαφορετικότητα είναι δικαίωμα και η γνωριμία με τον «άλλον» ένα όμορφο ταξίδι.

Στιγμιότυπο 2019-04-07, 7.00.41 μμ

Γιατί δεν γνωρίζετ όμως λίγη από  την ιστορία, τον πολιτισμό και τη γλώσσα των Ρομά, Τσιγγάνων, Αθίγγανων, Γύφτων; 

Άλλοι αναφέρονται σ’ αυτούς χρησιμοποιώντας τη λέξη “αθίγγανοι”. Η λέξη “αθίγγανος” προέρχεται από το α στερητικό και το αρχαιοελληνικό ρήμα θιγγάνω (αγγίζω, ψηλαφώ), ακριβώς επειδή οι τσιγγάνοι μετακινούνταν πολύ συχνά, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να τους “ψηλαφίσουν”, να τους γνωρίσουν οι ντόπιοι. Μια άλλη εκδοχή της προέλευσης του ονόματός τους είναι ότι “αθίγγανοι” ονομάζονταν οι κατώτερης τάξεως παρίες ή εντελώς εκτός αιρετικής κάστας του μανιχαϊσμού άνθρωποι (αγγλικά untouchables), προερχόμενοι από τη Φρυγία και που, μετοικώντας στο Βυζάντιο, ταυτίστηκαν (εσφαλμένα) με τους Τσιγγάνους. Στη βυζαντινή εποχή, ακριβώς επειδή έρχονταν από την Αίγυπτο, εκτός από αιγύπτιοι, αποκαλούνταν και γύφτοι (αγγλικό gypsies). Η αγγλική λέξη “gypsy” προέρχεται από το Egypt, όπως και η ισπανική λέξη gitano (στα ισπανικά ο Αιγύπτιος είναι “egitano”). Στα ελληνικά χωριά συναντάμε την προσωνυμία “κατσίβελοι” [από το μεσαιωνικό ιταλικό “cattivello” (σκλάβος, δυστυχής), υποκοριστικό του cattivo, από το λατινικό captivus (αιχμάλωτος) ή από το λατινικό capto (θηρεύω, κυνηγώ) και το capio (παίρνω, πιάνω, συλλαμβάνω]. Η ορθή λέξη, κατά τη γνώμη μας, είναι η λέξη “τσιγγάνοι”, τόσο γιατί στις πλείστες χώρες της Ευρώπης οι τσιγγάνοι ονομάζονται έτσι (zigeuner στη Γερμανία, cigany ή czizany στην Ουγγαρία, zingano στην Ιταλία και zingato ή gitano στην Ισπανία και τη Λατινική Αμερική), αλλά και γιατί προέρχεται από το “αθίγγανοι”, αποτελεί όμως τη δημοτική ερμηνεία της λέξης, όπως μπορεί να συγκριθεί το (αρχαϊκό) “ενθυμούμαι” με το (νεοελληνικό) “θυμάμαι”.

Τους Έλληνες οι τσιγγάνοι τους αποκαλούν Balame και Gadze (Balamό ο Έλληνας και Balame οι Έλληνες). Η λέξη Gadzό (πληθ. Gadze) δηλώνει ουσιαστικά το άλλο φύλο, τον μη Τσιγγάνο. Οι Τσιγγάνοι αποτελούν μια διακριτή κουλτούρα μέσα στα πλαίσια της Ελληνικής κοινωνίας, έχοντας υιοθετήσει πολλά στοιχεία από αυτήν.

Το αίνιγμα της καταγωγής τους…

Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή των Τσιγγάνων και πολλές περιοχές αναφέρονται ως τόπος καταγωγής τους. Οι κυριότερες θεωρίες είναι:

Α. Αίγυπτος. Αρκετά διαδεδομένη άποψη. Υποστηρίζει ότι το “Γύφτος” βγαίνει από το “Αιγύπτιος”.

Β. Παλαιστίνη. Υποστηρίζει ότι οι Τσιγγάνοι είναι απόγονοι του Κάιν.

Γ. Ινδία. Το 18ο αιώνα αναπτύχθηκε η θεωρία της Ινδικής καταγωγής, μετά από μελέτες των διαλέκτων, “των κρυφών γλωσσών” που χρησιμοποιούν οι Τσιγγάνοι κύρια μεταξύ τους. Ο κύριος λόγος που θεωρείται ως χώρα καταγωγής τους η Ινδία, είναι η σχέση της ROMANI (τσιγγάνικης γλώσσας) με τις Ινδικές διαλέκτους και τα Σανσκριτικά.

Ένα ατελείωτο ταξίδι…
Από τη μία η επίσημη ιστορία τους αγνόησε συνειδητά επι αιώνες, από την άλλη οι Τσιγγάνοι είναι ένας «λαός της προφορικής παράδοσης», χωρίς γραπτή γλώσσα, ο οποίος δεν άφησε γραπτά ντοκουμέντα ώστε να γνωρίσουμε τον πολιτισμό και την ιστορία τους από τη δική τους σκοπιά. Ωστόσο τους δύο τελευταίους αιώνες η επιστήμη προσπαθεί να φωτίσει την ιστορική τους πορεία…

Oι Τσιγγάνοι κάνουν την εμφάνισή τους στο Βυζάντιο του 11ου αιώνα. Η εμφάνισή τους στην Ευρώπη, έγινε στις αρχές του 12ου αιώνα, λίγο καιρό μετά την πρώτη σταυροφορία. Το 15ο αιώνα προχωρούν στην κεντρική Ευρώπη, συνοδευόμενοι από πληθώρα μύθων για την καταγωγή τους, το σκοπό της περιπλάνησης και της ταυτότητάς τους. Ξεχύθηκαν σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης διάφορες ομάδες πλανοδίων που γυρνούσαν στην ύπαιθρο και τις πόλεις έχοντας ως μοναδικό πόρο ζωής ότι εισέπρατταν από την άσκηση προχείρων επαγγελμάτων, όπως είναι η επισκευή χαλκωμάτων, κατασκευή καλαθιών κ.λ.π. Οι νομάδες αυτοί χρησιμοποιούσαν γλώσσα ακατάληπτη για αυτό και η συνεννόηση με αυτούς που συναντούσαν γίνονταν με νεύματα και διάφορες χειρονομίες. Γεγονός είναι ότι διέσχιζαν πολλές χώρες και ποτέ δεν σταματούσαν μόνιμα, γιατί κανένα κράτος δεν τους δεχόταν ως μόνιμους κατοίκους.

Γεωργία Καλπαζίδου

 

Leave a Reply