Με ενοχλεί αυτή η αφόρητη ησυχία της νύχτας

Τίποτα δεν χτυπά, όλα είναι σταματημένα σε μια ώρα βουβή, σιωπηλή. Ακόμα και ο χτύπος της καρδιάς δεν έχει δύναμη, χτυπά αθόρυβα, δειλά, φοβισμένα. Της φωνάζω, τη διατάζω να χτυπήσει να σπάσει η μονοτονία μου.

Το παράδοξο είναι πως τη νύχτα την αγαπώ, είναι κομμάτι μου… όλα μοιάζουν και είναι αλλιώς. Όλοι κοιμούνται και δεν σε κουράζουν με την κριτική τους, βάζουν το μυαλό τους στη σίγαση που επιτρέπεται. Τι γίνεται όμως όταν ο εγκέφαλος δίνει σήμα στην καρδιά να μένει ξεσκέπαστη, με τα πάντα μπροστά στα μάτια σου ολόγυμνα;;;

βραδινες σκέψεις
Κουράστηκαν τα μάτια  να κοιτάζουν μια οθόνη απρόσωπη με τα πλήκτρα για μαξιλάρι τους. Μου έχουν λείψει οι φωνές στα αυτιά μου, οι αληθινές κουβέντες, ξέρεις, αυτές  που κρατούν όλο το βράδυ, που ταράζουν τις ταξινομημένες απόψεις σου. Αυτές που αλλάζουν τον τρόπο που σκέφτεσαι, που κάνουν τα δεδομένα σου θρύψαλα. Αυτές που είναι ξεκάθαρες, ζωντανές.

Ακόμα και το ποτήρι με το κρασί ή τη μπύρα έχει άλλη γεύση τη νύχτα, διαφορετική, παράξενη, διακριτική. Γίνεται καθρέφτης σου σε κάθε σταγόνα, δαιμονίζεται με τη σιωπή. Παίζει σε τεντωμένο σκοινί με τον καιρό του <<είναι>> σου. Αυτή η μυρωδιά του οινοπνεύματος ζαλίζει τις αισθήσεις σου γιατί κανείς δεν κατάφερε να τις ζωντανέψει. Εκείνη που ξέρεις πως δεν λύνει το πρόβλημα αλλά το μαλακώνει, το γλυκαίνει, το μικραίνει για λίγο ή για πολύ…  Ξεγελάς λίγο τη συνήθεια της ρουτίνας σου αφήνοντάς την να ξεθωριάζει για λίγα λεπτά, για λίγες ανέπαφες ώρες.

Τη νύχτα όλα τρεμοπαίζουν, όλα επιτρέπονται-τα λάθη, τα σωστά- όλα. Τα συναισθήματα που ξεχειλίζουν από τα μάτια σου, οι φωνές που ξεχνιούνται στο φως της ημέρας, οι προβληματισμοί που αδυνατούν  να ειπωθούν, οι σφιχτές αγκαλιές, τα κομμάτια που κυλούν στο πάτωμα γυρνώντας το κλειδί στο σπίτι, τα κρυμμένα μυστικά και τις πεθαμένες καλησπέρες που αφήνεις να τρέξουν στο μαξιλάρι σου.

Με ενοχλούν τα αδιάφορα βράδια χωρίς απαντήσεις, χωρίς κάτι να ταράξει αυτήν την ησυχία, χωρίς λίγη ένταση. Είναι αφόρητη η μοναξιά δίπλα στους άλλους, εκείνους τους δειλούς, τους χαμένους, τους γκρίζους, τους παραδομένους σε μια λήθη ανεξήγητη, τους τρομαγμένους, τους άβουλους, αυτούς που βιάζονται να κρυφτούν πίσω από λέξεις «άνοστες». Δεν την αντέχω, με πνίγει η τόση απραξία… Προσπάθησα να τους τραβήξω κι άφησα την ψυχή να αλλάξει τροχιά…δεν θα αλλάξουν ποτέ.

Μέχρι και ο έρωτας ξεθωριάζει την νύχτα πια. Κρύφτηκε στις λέξεις των ποιητών και κάποιων τρελών που επιμένουν να γράφουν για αυτόν, να τον κρατούν ζωντανό. Τις νύχτες  γινόταν δυνατότερος, η δύναμή του έγινε  ζόρι  και πνιγμός. Έγινε θεριό άλυτο στα δεσμά του και περιμένει, περιμένει μεθυσμένα να σωθεί. Τον τύφλωσε η απραξία, η αδυναμία των ανθρώπων να τον υπερασπιστούν, η προδοσία της ψυχής, η φθορά. Μαζί του και η αγάπη φοβήθηκε.

Τελικά, μέσα στη νύχτα όλα αποκαλύπτονται, τίποτα δεν μπορεί να κρυφτεί. Η αλήθεια της είναι μαύρη, δύσκολα παλεύεται με τα φώτα κλειστά. Στριφογυρνάς, κάνεις τα σκεπάσματα μαλλιά κουβάρια σαν τις σκέψεις σου. Μετανιώνεις για όσα έκανες, ξυπνάς τους φόβους σου, πολεμάς όσα τόλμησες να αισθανθείς, σκεπάζεσαι μην σε παγώσουν οι υποσχέσεις που έσπασαν, να μην σε σπάσουν τα λόγια που πίστεψες και τα ψέματα που σε προσγείωσαν.

Το χαμόγελο και το γέλιο έχουν άλλον ήχο, σαρκαστικό μέσα στα μεσάνυχτα. Βρίσκουν τρόπο να ζήσουν, να επιβληθούν, να ανασάνουν. Τη μέρα ψάχνουν πρόσωπα να φωτίσουν αλλά οι πιο πολλοί ψυχροί. Φοβήθηκαν τη διάθεση των λέξεων και χάνουν το νόημα τους. Αλήθεια πότε γέλασες με την ψυχή σου;; Πότε μια λέξη σου χάρισε πραγματική ευτυχία στο άκουσμά της;; Πότε το χαμόγελό σου έφερε ζεστασιά στο διπλανό σου;; Σε ένοιαξε ποτέ να αφήσεις ανοιχτή την καρδιά στο φως;;

Με τρομάζει το σκοτάδι αλλά με τα χρόνια το αγάπησα. Τα πιο έντονα ξεσπάσματα γίνονται πάντα νύχτα, παρατήρησέ το. Παίρνεις κουράγιο τη νύχτα. Ο κόσμος γίνεται υποφερτός, όμορφος και γεμάτος αλήθεια. Μια αλήθεια που έρχεται με δύναμη από μέσα σου.  Δέχεσαι αυτά που επιθυμείς, δεν φοβάσαι να παραστρατήσεις και λίγο, όταν υποστηρίζεις σθεναρά αυτό που είσαι.

Γιατί γίνονται όλα τόσο αδιάφορα; Γιατί ο κόσμος έκανε κουβάρι την αγάπη και την κλώτσησε για ένα «εγώ»; Μάθαμε να μην μοιραζόμαστε και η νύχτα έχει τόση ασφυξία. Οι δρόμοι δεν ενώνονται, είναι παράλληλοι. Σχεδόν καμία επαφή, σωματική ή όχι. Μάθαμε στο δεν μπορώ, πνίξαμε τα θέλω και τα όνειρά μας σε ανούσιες δικαιολογίες. Σιγά-σιγά χάνουμε το νόημα της ζωής γινόμαστε κενοί, φθαρτοί, αδύναμοι, άχρονοι, απρόσωποι, παύουμε να διεκδικούμε.

«Τι έχουμε πάθει;;» αναρωτιέμαι ενώ κοιτάω έξω από το παράθυρο την πόλη με όλα τα φώτα της σβηστά. Μια πλήρης διακοπή που σταματάει τα πάντα Ξαφνικά το ράδιο που παίζει σιγανά φέρνει μια όμορφη μελωδία στα αυτιά μου. Δυναμώνω λιγάκι για να ακούω καθαρά. Παίζει το «Save yourself» του Kaleo. Χαμογελάω γιατί ταιριάζει απόλυτα με τις σκέψεις που μόλις αποτύπωσα.

«Έχεις τα πινέλα, έχεις τα χρώματα, ζωγράφισε τον παράδεισο και μπες μέσα» έγραψε ο Νίκος Καζαντζάκης τονίζοντας την αξία μιας πολύχρωμης ζωής, η οποία είναι στο χέρι μας να αλλάξει τον κόσμο. Δώσε σημασία και θα δεις πως το νόημα της ζωής υπάρχει μέσα μας, έχει δικό του άρωμα και δεν χρειάζεται να το ψάχνουμε είναι γύρω μας. Ο εαυτός μας μπορεί να «σωθεί» αν η νύχτα αποκτήσει λίγο φως.

 Μαριαλένα Βιλλιώτη