Πρόσωπα: Μωρίς Πολυντόρ Μαρί Μπερνάρ Μαίτερλινκ

Ο Κόμης Μωρίς Πολυντόρ Μαρί Μπερνάρ Μαίτερλινκ (Maurice Polydore Marie Bernard Maeterlinck) γεννήθηκε 29 Αυγούστου  το 1862 (μέχρι 5 Μαΐου 1949) και ήταν ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς που ανέδειξε το Βέλγιο. Γαλλόφωνος Βέλγος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και δοκιμιογράφος από πλούσια αστική οικογένεια της πόλης, στον οποίο το 1911 απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Maurice Polydore Marie Bernard Maeterlinck

Το 1890 δημοσιεύει το πρώτο θεατρικό του έργο, “Πριγκίπισσα Μαλέν”. Πρόκειται για ένα από τα οκτώ έργα του, μέχρι το 1894, με τα οποία θα δημιουργήσει ένα θέατρο της ψυχής, όπως το πρεσβεύει ο συμβολισμός σ’ αυτήν την νέα θεατρική φόρμα. Αυτό συνέβει γιατί το 1886 πήγε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους Γάλλους συμβολιστές και υιοθέτησε τις αρχές τους. Τρεις αρχές κυριαρχούν: το στατικό δράμα (πρόσωπα ακίνητα, παθητικά και δεκτικά του αγνώστου), το υψηλό πρόσωπο (που συχνά ταυτίζεται με τον θάνατο, είναι η μοίρα ή το πεπρωμένο, κάτι πιο σκληρό ίσως κι απ’ τον θάνατο), η καθημερινότητα του τραγικού (απουσία ηρωισμού, το απλό γεγονός να ζει κανείς ένα τραγικό).

Την ίδια χρονιά γράφει τα θεατρικά “Η παρείσακτη” και “Οι τυφλοί”, και το 1892, το “Πελλέας” και “Μελισσάνθη”, που θεωρείται το αναμφισβήτητο αριστούργημα του συμβολικού θεάτρου.
Το 1894 γράφει τα έργα “Εσωτερικό” και “Ο θάνατος του Τενταζίλ”. Το 1902 γράφει το ιστορικό δράμα “Μόννα Βάννα”, έπειτα από το οποίο θα ασχοληθεί λιγότερο με το θέατρο, ενώ η γραφή του, καθώς απομακρύνεται από την επίδραση του συμβολισμού, γίνεται πολύ πιο συμβατική, με στοιχεία ιστορικά, ψυχολογικά και θεαματικά.

Ορόσημο στην πορεία του θεωρείται και το 1908 που έγραψε το “Γαλάζιο πουλί”, ένα δραματικό παραμύθι για παιδιά, το οποίο ανέβασε ο Στανισλάβσκι στο Θέατρο Τέχνης της Μόσχας. Το 1910 αν και αρνείται να πολιτογραφηθεί Γάλλος προκειμένου να γίνει δεκτός στη Γαλλική Ακαδημία, του απονέμεταιτο 1911  το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Τα έργα του μεταφράζονται αμέσως.  Τα κύρια θέματα των έργων του είναι ο θάνατος και το νόημα της ζωής.

Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι αρκετές είναι οι όπερες και άλλα είδη μουσικών συνθέσεων που ενέπνευσαν τα δράματα του Μαίτερλινκ. Όπως το Pelléas et Mélisande (Πελέας και Μελισάνθη) υπήρξε πηγή έμπνευσης για τέσσερις μείζονες μουσικές συνθέσεις της αλλαγής του αιώνα: μία όπερα από τον Κλωντ Ντεμπυσσύ, μια ορχηστρική σουίτα από τον Γκαμπριέλ Φωρέ και ένα συμφωνικό ποίημα από τον Άρνολντ Σαίνμπεργκ.

the death

Aπόσπασμα από το δοκίμιο “Ο Θάνατος” 

“Το δοκίμιο αυτό αποτελεί μια φιλοσοφική πραγματεία ως προς το αναπόφευκτο. Διαπραγματεύεται το θέμα του τέλους της ανθρώπινης μοίρας και τη σχέση του ίδιου του ανθρώπου με αυτήν, τη σχέση του ανθρώπου ως προς το γεγονός ότι γνωρίζει πως κάποια μέρα θα πεθάνει.”

Να που βρισκόμαστε. Δεν είναι για μας, για τη ζωή μας και για το σύμπαν το δικό μας παρά μόνο ένα συμβάν σημαντικό, ο θάνατος. Αυτός είναι το σημείο, όπου συνενώνονται και συνωμοτούνε εναντίον της ευτυχίας μας όλα όσα ξεφεύγουν την επαγρύπνηση μας. Όσο πιότερο οι σκέψεις μας αγωνίζονται ν’ απομακρυνθούν απ’ αυτόν, τόσο συνωστίζονται τριγύρω του. Όσο πιότερο τον φοβόμαστε τόσο πιο επίφοβος γίνεται, γιατί δεν τρέφεται παρά από τους φόβους μας. Όποιος ζητάει να τον λησμονήσει γεμίζει μ’ αυτόν τη μνήμη του, όποιος προσπαθεί να τον ξεφύγει δε συναντά παρά μονάχα αυτόν. Σκοτεινιάζει όλα με τον ίσκιο του. Αλλά αν τον σκεπτόμαστε αδιάκοπα, τον σκεπτόμαστε άγνωρα μας και χωρίς να μάθουμε να τον γνωρίζουμε. Εξαναγκάζουμε την προσοχή μας να του γυρίζει τις πλάτες αντί να πηγαίνουμε προς αυτόν με το πρόσωπο ψηλά. Απομακρύνοντες απ’ αυτόν τη θέληση μας εξαντλούμε όλες τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν. Τον παραδίδουμε στα σκοτεινά χέρια του ενστίκτου και δεν του χαρίζουμε ούτε μια ώρα της διανόησής μας. Είναι λοιπόν εκπληκτικό το ότι η ιδέα του θανάτου, που θα ‘πρεπε να ‘ναι η πιο τέλεια και η πιο φωτεινή από τις ιδέες μας, γιατί είνια η πιο επίμονη και η πιο αναπόφευκτη απ’ όλες, απομένει η πιο σακάτικη και η πιο οπισθοδρομημένη; Πώς θα μπορούσε να γνωρίσουμε τη μοναδική δύναμη που δεν την κοιτάζουμε ποτέ κατά πρόσωπο; Πώς θα επωφελείτο αυτή από τις φωτερές λάμψεις που δεν ανάβονται παρά για να τη διώξουν; Για να βυθομετρήσουμε τις αβύσσους της προσμένουμε τις στιγμές τις πιο ασθενικές, τις πιο ρημαγμένες της ζωής. Δεν την σκεπτόμαστε παρά όταν δεν έχουμε πια τη δύναμη, δε λέω να σκεπτόμαστε, αλλά να αναπνέουμε. Ένας άνθρωπος άλλου αιώνα ξαναγυρίζοντας ανάμεσα μας, δε θ’ αναγνώριζε δίχως κόπο, στα μύχια μιας σημερινής ψυχής, την εικόνα των θεών του, τα καθήκοντα του, της αγάπης του ή του κόσμου του αλλά την όψη του θανάτου του, όταν όλα έχουν αλλάξει γύρα του, κι όταν ακόμα εκείνο που τον αποτελεί και που απ’ αυτό εξαρτάται έχει σβήσει, θα την ξανάβρισκε σχεδόν άθικτη, τέτοια όπως τη σχεδιαγράφησαν οι πατέρες μας εδώ κι εκατοντάδες, πες εδώ και χιλιάδες χρόνια.

Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τον Γιάννη Ε. Στάμο: “Ο βέλγος νομπελίστας μεταβάλλει το κλασικό δράμα, που εστίαζε πρώτιστα στις ανθρώπινες σχέσεις, και διαμορφώνει ένα θεατρικό κείμενο ακραιφνούς εσωτερικότητας, μυώντας τον αναγνώστη σε μια καινοφανή εμπειρία, κατά την οποία η επιφάνεια δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από ένα σύμβολο – τον φορέα των μύχιων λογισμών του.”

Υ.Γ  Άκρως ενδιαφέρουσα είναι η  ομιλία της παρουσίασης του Βραβείου Νόμπελ.

Αλεξάνδρα