O τρόμος πήρε την πένα του

Ο φόβος και ο τρόμος ορίζονται ως δυο παρόμοια συναισθήματα, τα οποία εγείρουν την αγωνία του ανθρώπου και την αποφυγή του αγνώστου, λόγω αγνοίας των συνεπειών των ενδεχόμενων πράξεών τους. Η διαφορά τους έγκειται στο εξής. Από τη μια ο τρόμος είναι κάτι το παροδικό, το οποίο δημιουργείται τη στιγμή που το αντικείμενο ή η ίδέα που διαμορφώνουν αυτή την κατάσταση, βρίσκονται ενώπιον του ανθρώπου. Από την άλλη η παρουσία του φόβου δεν είναι απαραίτητη, διότι αυτός εμφωλεύει ως μια προειδοποιητική πινακίδα στο νού και περιμένει την κατάλληλη στιγμή, για να εκκολάψει τη φρίκη που προκαλεί, στο μυαλό και την ψυχή οποιουδήποτε, κάθε φορά που ανακαλείται στη μνήμη του, κάτω από συγκεκριμένες ή αδιευκρίνιστες συνθήκες.

Τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίπτωση η επιστήμη της Ψυχολογίας δύναται να καθορίσει την ύπαρξη και το λόγο ύπαρξης μιας οποιασδήποτε φοβίας, με τη συμβολή των παιδικών αναμνήσεων, του κοινωνικού υπόβαθρου και των γενικότερων και ειδικότερων εμπειριών των ανθρώπων. Αυτή η εναρμόνιση των δύο συναισθημάτων δίνει τη δυνατότητα στο ανθρώπινο πνεύμα να εκφραστεί και κατά αυτό τον τρόπο. Τί το ιδιαίτερο φέρει όμως αυτή η πλευρά της τέχνης; Είναι γεγονός ότι αυτά τα συναισθήματα έχουν αρνητικόν αντίκτυπο στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Προκειμένου, λοιπόν, να αναδειχθούν και στη συνέχεια να απορριφθούν, πρέπει να εξωτερικευτούν και στην πορεία να απομυθοποιηθούν. Ετσι, όταν επιτυγχάνεται πλήρως η αναγνώριση αυτού που σε κρατάει πίσω, τότε η θεραπεία του καθίσταται πολύ ευκολότερη.

Μια συντηρητικότερη άποψη αφορά τη χριστιανική και όχι μόνο ηθική. Σε ένα θρησκευτικό πλαίσιο υπάρχουν δύο αντίρροπες δυνάμεις, η πάλη των οποίων είναι αέναη. Προκειμένου, λοιπόν, το καλό να βασιλέψει, οφείλεται να αναγνωρίζεται το κακό σε όλες τις προβληματικές και λανθάνουσες μορφές του, ώστε να μελετάται ενδελεχώς και να χτυπιέται στη ρίζα του.

Τέλος, μια κάπως ακραία περίπτωση είναι αυτή της ταλαιπωρημένης ψυχής, η οποία προσπαθεί να καταπολεμήσει την αδικία που υφίσταται σε ατομικό μα και συλλογικό πλαίσιο, έχοντας ως σύμμαχο τις δυνάμεις του σκότους. Αυτές, στο φαντασιακό του κόσμο, του δίνουν το πλεονέκτημα της ιδανικότητας και τον διευκολύνουν αφάνταστα. Εδώ έγκειται και η μεγαλύτερη παγίδα αυτής της περίπτωσης. Το ιδανικό πολλές φορές συγχέεται με το πραγματικό, με αποτέλεσμα το πρώτο να υιοθετείται και το δεύτερο να εγκαταλείπεται. Εάν δεν προσέξει κανείς, οι συνέπειες θα είναι αρκετά καταστροφικές δια το άτομόν του. Αυτό ενδέχεται να συμβεί στην περίπτωση που η υπερβολική ενασχόληση με τον τομέα του ‘’κακού’’ συνοδεύεται από την πλήρη απουσία της ελάχιστης σκέψης πάνω στον πραγματικό κόσμο. Δεν είναι λίγες οι φορές όπου έχουν αναφερθεί δολοφονίες ανθρώπων από κάποιους, οι οποίοι υπέφεραν από νευρικό κλονισμό και συνδέονταν είτε άμεσα είτε έμμεσα με την παραπάνω περίπτωση. Τα πορίσματα της Εγκληματολογίας, σε συνδυασμό με την Ψυχιατρική, είναι πολύ διαφωτιστικά για όλες αυτές τις διαταραγμένες προσωπικότητες.

Ο τρόμος, διυλισμένος μέσα από το αποστακτήριο του φόβου, ως λογοτεχνικό είδος, υπήρχε από την αρχαιότητα, πριν καν υπάρξει μια υποτυπώδης κατηγοριοποίηση από τους Γραμματικούς της εποχής, ένθετος και με ποικίλες μορφές σε διάφορα έργα. Από τους άγριους φόνους και τα πολλά υπερφυσικά στοιχεία χαρακτήρων της αρχαίας τραγωδίας, μέχρι τη σατυρική διάθεση του θανάτου στο έργο του Λατίνου κωμωδιογράφου Πλαύτου Mostellaria (= Το στοιχειωμένο σπίτι) και τους Νεκρικούς Διαλόγους του Λουκιανού.

Οι μεταβατικοί μεσαιωνικοί χρόνοι δεν άφησαν πολλά περιθώρια για την εξάπλωση της φαντασίας στο σκοτεινό κόσμο της λύπης, καθώς ο θρησκευτικός έλεγχος και η δογματική θεώρηση του πνεύματος δεν προσέφεραν εύκολα άφεσην αμαρτιών. Ετσι, η κατάσταση αυτή λησμονήθηκε, αλλά δεν αποξεχάστηκε, μένοντας ως μια απλή αναφορά μέσω διαφόρων δημώδων ποιημάτων λαϊκών ηρώων, όπως το Επος του Διγενή ή η παραλογή Του νεκρού αδελφού ή αφηγήσεων και θρύλων γύρω από αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, όπως ο Βλάντ Τέπες, ο λεγόμενος ‘’Παλουκωτής’’.

Από τα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου εκδηλώνεται ένα νέο ενδιαφέρον για τον τρόμο, με κύριο υπόβαθρο τη Μπαρόκ αίσθηση των παλαιών πύργων και των αστικών θρύλων, όπως ο Δράκουλας του Μπράμ Στόκερ. Σιγά σιγά αρχίζει και η επιστήμη να κάνει την εμφάνισή της στο χώρο, για να αρραβωνιαστεί με τη φαντασία, με ένα ιδιαιτέρως ‘’τρομακτικό’’ αποτέλεσμα, όσον αφορά τις περιπτώσεις της Μαίρης Σέλεϊ (Φράνκενσταϊν) και του Εντγκαρ Αλλαν Πόε (Το κοράκι, Ο χρυσός σκαραβαίος και άλλες ιστορίες), καθώς και του Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον (Δόκτορ Τζέκιλ και κύριος Χάιντ).

Από τις αρχές του 20ου αιώνα η λογοτεχνία τρόμου αρχίζει να εξερευνά τα πιο σκοτεινά μονοπάτια της και να στρέφεται σε όλο και πιο εξωπραγματικά θέματα, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται ξεχωριστά τρομακτικά σύμπαντα. Αυτή είναι η περίπτωση του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ, ενός από τους κυριότερους στυλοβάτες της λογοτεχνίας τρόμου, με χαρακτηριστικότατα έργα του Το κάλεσμα του Κθούλου, Τα βουνά της τρέλας, Η ονειρική αναζήτηση της άγνωστης Καντάθ και Η περίπτωση του Τσάρλς Ντέξτερ Γουόρντ.

Από τα μέσα του αιώνα και έπειτα η σκυτάλη παραδόθηκε σε πολύ άξια χέρια, τα μυαλά των οποίων, επηρεασμένα, σαφώς, από τους προκατόχους τους, γέννησαν ένα νέον τρόμο, αφού οικειοποιήθηκαν τους φόβους τους και έδωσαν, ο καθένας τους, τη δική του οπτική για τις ματωμένες σελίδες που γέμιζαν με τις σκέψεις τους. Μαζί με το αίμα όμως άρχιζε να αναβλύζει και η ψυχολογική υπόσταση του αγνώστου. Διάφορες καταστάσεις, οι οποίες δικαιολογούνταν μέσω των αφορμών που δίνονταν σε οποιονδήποτε άνθρωπο να δράσει, σε ρεαλιστικό πλαίσιο, με μικρές ή μεγάλες δόσεις υπερρεαλιστικών στοιχείων.

Ο Άιρα Λέβιν απετέλεσε μια περίπτωση συγγραφέως, κατά την οποία ο ρωσικός Φορμαλισμός ταίριαζε γάντι. Τα έργα του άλλοτε προσπαθούν να εντάξουν μέσα τους το λεγόμενο ‘’χριστιανικό φόβο’’ (Το μωρό της Ρόζμαρι) και κάποιες άλλες φορές ακολουθούν το δρόμο της κλιμακούμενης αγωνίας που ανακύπτει από μια πιθανή κατάσταση (Τα παιδιά από τη Βραζιλία).

Η περίπτωση του συγγραφέα Πήτερ Στράουμπ είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα. Μέσα από τα γραπτά του αναδεικνύεται ένας ‘’εκλεπτυσμένος τρόμος’’. Οι ιστορίες του ενέχουν το στοιχείο του εξωπραγματικού, όμως υπάρχουν στιγμές όπου ο τρόμος φαίνεται να είναι ντυμένος με τα καλά του και να προβάλλεται ως μια υπόθεση χαμένης ευκαιρίας για δικαιοσύνη ή μιας ημιτελούς κουβέντας, η οποία, μέσω της συζήτησης και της αναζήτησης, βρίσκει ή προσπαθεί να βρεί το δρόμο της. Μέσα από τις περίτεχνες περιγραφές του ο αναγνώστης παρατηρεί την ‘’ομορφιά’’ του σκότους και ακούει μια τζάζ μελωδία σε κάθε τυπωμένη λέξη, είτε διαβάσει το Ιστορία φαντασμάτων, είτε το Κόκο, είτε το Μυστήριο, είτε το Στο σκοτεινό δωμάτιο.

Οσον αφορά τον Στήβεν Κίνγκ, τα σχόλια περιττεύουν. Ο,τι και να ειπωθεί γι αυτόν το συγγραφέα θα ωχριά μπροστά στον πνευματικό του μόχθο. Με πάνω από 60 μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων στο ενεργητικό του είναι ένας από τους πολυγραφότατους δημιουργούς στον τομέα του και έχει καθιερωθεί ως ένα από τα βασικά στοιχεία της αμερικανικής κουλτούρας, με πολλά από τα πνευματικά του παιδιά να προσφέρουν απλόχερα τον τρόμο και να εθίζουν το αναγνωστικό κοινό και να το κάνουν να αποζητά μια ακόμη φοβέρα, είτε αυτή προέρχεται από έναν κλόουν (Το αυτό) είτε από ένα βρυκόλακα (Σάλεμς Λότ) είτε από ένα στοιχειωμένο ξενοδοχείο (Η λάμψη) είτε από μια μεταδοτική ασθένεια (Το κοράκι) είτε από μια οργισμένη έφηβη με τηλεκινητικές ικανότητες (Κάρι).

Οσοι γνωρίζουν το όνομα του Κλάιβ Μπάρκερ, σίγουρα γνωρίζουν και το έργο του. Αυτή η πένα από το Λίβερπουλ καταφέρνει μέχρι σήμερα να εκπλήσσει τους λάτρεις του είδους με τα κατορθώματά της. Από την εξάτομη συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Τα βιβλία του αίματος, το Καμπάλ, τον Κλέφτη του πάντοτε, το Hellraizer, τα Ευαγγέλια της κολάσεως και τη Μήτρα της βίας, μέχρι τον Υφαντόκοσμο, Το μεγάλο μυστικό θέαμα, το Imagica, Το καταραμένο παιχνίδι και Το αρχαίο μυστήριο δεν υπάρχει περίπτωση να μείνει κάποιος ασυγκίνητος από τη δύναμη του λόγου, τη δεινότητα των περιγραφών, τη στρωτή γλώσσα και την ευρηματικότητα των ιστοριών. Το ‘’μέλλον του τρόμου’’ , όπως τον έχει αποκαλέσει ο ίδιος ο Κίνγκ, γνωρίζει πολύ καλά το Καθαρτήριο και μέσω της συγγραφής κινείται πάρα πολύ άνετα μεταξύ Παραδείσου και Κόλασης.

Ο Σκωτσέζος Γκράχαμ Μάστερτον δεν θα μπορούσε να λείπει από τη χορεία των συγγραφέων τρόμου που σέβονται το αντικείμενό τους. Από ένα τυχαίο γεγονός, όταν έπαιρνε συνέντευξη από την κακοποιημένη σύζυγο ενός αθλητού ποδηλασίας, δημιουργήθηκε μέσα του η επιθυμία να ερευνήσει την αθέατη πλευρά του κόσμου, η οποία, πολλές φορές δεν είναι όπως ακριβώς δείχνει. Τα αποτελέσματα; Το Μανιτού, Οι δαίμονες της Νορμανδίας, Τα πηγάδια της κολάσεως, Ο παρίας, Ο άρχοντας του ψεύδους, Η πορφηρή χήρα και άλλα πολλά.

Είτε μιλάμε για τον υπερφυσικό τρόμο του Γουίλιαμ Πήτερ Μπλατυ (Ο εξορκιστής) είτε για το ρεαλιστικό τρόμο των Τόμας Χάρις ( Ο κόκκινος δράκος, Χάνιμπαλ, Η σιωπή των αμνών), Τζάκ Κέτσαμ ( Το κορίτσι της διπλανής πόρτας, Κρυφτό, Red) και Άλτζερον Μπλάκγουντ (Οι ιτιές, The wendigo), οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας το εξής. Η μεγάλη ποικιλία της λογοτεχνίας τρόμου έχει έναν κοινό παρονομαστή, τη γενικότερη τρομάρα, είτε αυτή επιτίθεται στον αναγνώστη ανηλεώς ή σερβίρεται μέσω της εφηβικής ματιάς (μέγα παράδειγμα οι αλησμόνητες Ανατριχίλες του R. L. Stein). Στο χέρι μας εναπόκειται να αξιολογούμε, κάθε φορά, τα αναγνώσματά μας και να δίνουμε έμφαση στην ομορφιά του κειμένου, να κρατάμε τα καλά στοιχεία μιας ιστορίας και να μην επιτρέπουμε να στοιχειώνει τη σκέψη μας και να μας οδηγεί στον παραλογισμό και τον απολυταρχισμό. Η παραπάνω συμβουλή ισχύει για όλα τα λογοτεχνικά είδη. Μπορεί η κριτική αντικειμενικότητα να είναι ανέφικτη, αλλά, για το καλό της ψυχικής μας υγείας, κυρίως, καλό θα ήταν να τηρούνται κάποια πνευματικά προσχήματα, πάντοτε με σεβασμό απέναντι στον πνευματικό μόχθο αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι αντλούν την έμπνευσή τους από μια αντισυμβατική και, ίσως, ελάχιστα επιθυμητή πλευρά του κόσμου.

Γρηγόρης Χατζηλαμπρινός