Ξενοδοχείο 5 αστέρων

Άρχισα να μαζεύω τα πράγματά μου, να αδειάζω τις ντουλάπες μου, να γεμίζω τις βαλίτσες μου και τις άδειες κούτες που βρίσκονται στη μέση του δωματίου εδώ και μέρες, περιμένοντας καρτερικά μπορώ να πω, να γεμίσουν. Δεν έβρισκα τη δύναμη, για να μην πω το κουράγιο,να τις κλείσω,να τις σφραγίσω. Τις  προσπερνούσα αποφεύγοντας να τις κοιτάζω γιατί κάθε φορά που το έκανα τα μάτια μου γίνονταν υγρά και ασταθή.

Οι εικόνες έρχονταν με τρομερή ταχύτητα μπροστά στα μάτια μου αφήνοντάς με για μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη στο δωμάτιο. Δεν έπαιρνα μυρωδιά το πότε το υγρό στα μάτια μου γινόταν ποτάμι και θύελλα. Περνούσαν οι ώρες και γω εκεί, κάτω στο πάτωμα να μαζεύω τα κομμάτια του παζλ για να κλείσει εντελώς ο κύκλος που πριν αρκετά χρόνια άνοιξε. Ομολογώ πως προσπάθησα πολύ μέχρι να αποφασίσω να τον κλείσω.

Κάθε φορά λοιπόν που ξεκλείδωνα την πόρτα εδώ και ένα μήνα περίπου ένιωθα την καρδιά μου να επεξεργάζεται κάθε γωνιά του σπιτιού σαν να ήταν κάτι ιδιαίτερο, κάτι ξεχωριστό, κάτι τόσο σημαντικό, κάτι που δεν είχα προσέξει, κάτι που τελικά είχε τόση αξία. Ακόμα και το ξεσκόνισμα μου φαινόταν ως κάτι μη φυσιολογικό. Αλλά αυτή η ώρα του ξεσκονίσματος ήταν νομίζω η πιο οδυνηρή, επειδή τα μάτια μου βούρκωναν συχνότερα (φυσικά,δεν ήταν από την σκόνη). 

Κάθε γωνιά έκρυβε μυστικά, λάθη, αποφάσεις, δημιουργία, ένταση, κούραση, διάβασμα, πρόβες, κλάματα, αγκαλιές και χαρές.Ήταν το καταφύγιο μου, κυριολεκτικά. Όταν έφευγα για λίγο ή πολύ ένιωθα ένα κομμάτι μου ανολοκλήρωτο, ότι κάτι έλειπε από μένα.

Αποτέλεσε την πηγή έμπνευσης μου, την συμφιλίωση με τη μοναξιά μου, τις συζητήσεις με τον εαυτό μου, τι ήθελα να είμαι και τι δεν ήθελα να είμαι, ποιους ήθελα να έχω δίπλα μου, ποιους όχι. Ανακάλυψα πόσα πράγματα μπορούσα να ρισκάρω,να αλλάξω, να διαμορφώσω μέσα από την σχέση που ανέπτυξα με τους ανθρώπους (όσους έμειναν, όσους έφυγαν, όσους πέρασαν μια βόλτα, όσοι έγιναν σχέσεις, έρωτες, όσα έγιναν συγγνώμες, μυστικά και λάθη).

«Ξενοδοχείο 5 αστέρων» το φώναζω γιατί πέρασε τόσος κόσμος στο δρόμο του. Ξενύχτια, μεθύσια, συζητήσεις, ανησυχίες, αρρώστιες, ζήλειες, συναισθήματα, καρδιοχτύπια, ιδέες, πάρτυ, γιορτές, έμπνευση. Ανθρωποι διαφορετικοί,άνθρωποι ίδιοι, άνθρωποι μισοί, άνθρωποι προσωπικοί και απρόσωποι.

Κι όπως λέει η αγαπημένη μου Νατάσσα σε ένα υπέροχο τραγούδι: « Άνθρωποι μόνοι που αφήσαν σκόνη φιλίες και αγάπες που πήραν οι δρόμοι κλεμμένοι, γενναίοι, δειλοί, φοβισμένοι. Δικοί μου και ξένοι λαμπροί και θλιμμένοι σε σχέσεις,σε σπίτια καλά κλειδωμένοι. Χαρούμενοι άσχετοι,συνεπιβάτες,μποεμ καλλιτέχνες, παιδιά με γραβάτες. Εχθροί μου και φίλοι, μικροί και μεγάλοι που δίνουν με μέτρο,που κάνουν σπατάλη. Αγάπες που έμοιαζαν να’χουν αξία και άλλες που ξέμειναν στη χειραψία.Φτωχοί συγγενείς που σερβίρουν τα άτομα, οι λογικοί κι όσοι ζουν με το αίσθημα,όσοι ζουν με το αισθημα.Φοβάμαι πως χάνω το μέτρημα».  Τόσοι πέρασαν το κατώφλι του.

Κάποιοι ήταν άδικοι,κάποιοι ονειροπόλοι, κάποιοι μικροί-όχι στην ηλικία-, κάποιοι μεγάλοι, κάποιοι άξιοι σεβασμού, κάποιοι άγγελοι και κάποιοι διάβολοι. Κάποιους αδίκησα, κάποιους θύμωσα, κάποιους στεναχώρησα, κάποιους τους γκρίνιαξα, με κάποιους τα βρήκα, κάποιους έριξα στα σκουπίδια, κάποιους στην ανακύκλωση, κάποιους τους μίσησα πολύ, κάποιους αγάπησα πολύ. Για κάποιους πατάω τη σίγαση στο κίνητό μου και για κάποιους το έχω πάντα στο δυνατό (ξέρουν ποιοι είναι).

Με ένα μαγικό τρόπο, το φοιτητικό σου σπίτι, εκείνο που ειλικρινα σε μεγάλωσε γίνεται η πιο αγαπημένη σου rock μπαλάντα που όσα χρόνια κι αν περάσουν θα συγκινείσαι στη θύμισή της, θα νιώθεις τον χτύπο της καρδιάς σου πιο δυνατό και η μουσική της θα ψαχουλεύει τις αναμνήσεις σου όπου κι αν είσαι, είτε είσαι κοντά είτε μακριά. Αυτή η μπαλάντα που μόλις την πρωτάκουσες σε εκείνο το live ταίριαξε στην ψυχή σου σαν το πιο πολύτιμο κομμάτι στο παζλ της ζωής σου.

Πάντα θα νιώθω ότι κάποια στιγμή θα γυρίσω σπίτι, πως μια μέρα που ο δρόμος θα με φέρει πίσω στην εξώπορτα με τα κλειδιά στο χέρι να το ανοίγω και να βάζω τα έπιπλα πάλι στη θέση τους. Θα έρχομαι βόλτες κρυφές στη γειτονιά μου  για να ρίχνω κλεφτές ματιές γιατί πάντα αυτό το διαμέρισμα στο 2ο όροφο της Κύπρου θα έχει στους τοίχους τους κάτι δικό μου,όσα χρόνια κι αν περάσουν. Θα’ναι η διαφυγή  μου, όταν το άγχος θα μου χτυπάει επίμονα την πόρτα.

Και έτσι όπως άδειαζε αργά και βασανιστικά το κάθε δωμάτιο γινόταν απρόσωπο, άχρωμο, έχανε κάτι από μένα. Οι αναμνήσεις μου, οι εικόνες μου, τα συναισθήματα μου και ο αγωνίες μου ενώνονταν σε ένα waltz πριν χαραχτούν στη καρδιά μου και επίσημα πια. Για τελευταία φορά γύρισα να το κοιτάξω. Κρατούσα ακόμα τα κλειδιά στα χέρια μου μαζί με τα τελευταία πράγματα να με περιμένουν στην εξώπορτα.

Ήθελα να το αποχαιρετίσω όπως ακριβώς το συνάντησα για πρώτη φορά:με ασυγκράτητο ενθουσιασμό, ανυπομονησία, χαρά και προσμονή. Τα μάτια μου είχαν θολώσει  γιατί ήξερα πως πάντα θα έχει κάτι από μένα. Το μόνο που του άφησα φεύγοντας ήταν βαθιά αγάπη, με σκοπό ο επόμενος  που θα κάνει το πρώτο βήμα στο εσωτερικό του να έχει μέσα από τα κομμάτια μου, όνειρα, τις ομορφότερες, τις πιο αξέχαστες στιγμές, τους πιο μοναδικούς ανθρώπους και να βρει πραγματικά αυτό που θέλει να είναι.Κι αν το έχει βρει να το εξελίξει και να το κάνει σπουδαίο.

Μαριαλένα Βιλλιώτη