Μισέλ Φουκώ: Η ιστορία της σεξουαλικότητας και το δικαίωμα στην ομοφυλοφιλία

 

Ο Μισέλ Φουκώ, επιφανής φιλόσοφος, δομιστής και μεταμοντερνιστής του 20ου αιώνα, επηρέασε τη σύγχρονη δυτική σκέψη όσο λίγοι διανοητές. Όντας πολυσχιδής και οξύνους, καταπιάστηκε με ευαίσθητα ζητήματα των σύγχρονων κοινωνιών, όπως οι ψυχικές ασθένειες, τα ανθρώπινα δικαιώματα, το σωφρονιστικό σύστημα και η τιμωρία. Ένα από τα έργα που αποτελούν σημείο αναφοράς δεν είναι άλλο παρά η Ιστορία της σεξουαλικότητας.  

Ιστορία της σεξουαλικότητας

Πρόκειται για ένα εξάτομο έργο, που όμως δεν κατάφερε να ολοκληρωθεί ποτέ λόγω του θανάτου του Φουκώ το 1984 από AIDS. Ωστόσο, οι τρεις τόμοι που εκδόθηκαν μπορούν να δώσουν στον αναγνώστη μια επαρκή εικόνα της οπτικής του φιλοσόφου για το φλέγον ζήτημα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και συμπεριφοράς. Ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε το 1976 με τίτλο Η δίψα της γνώσης  (La volonté de savoir) και γρήγορα γνώρισε τεράστια απήχηση. Οκτώ χρόνια αργότερα κυκλοφόρησαν και οι δύο επόμενοι τόμοι με τίτλο Η χρήση των απολαύσεων (l’usage des plaisirs) και Η μέριμνα για τον εαυτό μας (le souci de soi).

 

Αλήθεια και επιθυμία

Ο Φουκώ, στον πρώτο τόμο του έργου του, εντοπίζει δύο διαφορετικές διαδικασίες μέσω των οποίων παράγεται η αλήθεια που σχετίζεται με τη σεξουαλικότητα: την ars erotica και τη scientia sexualis. Υποστηρίζει δηλαδή πως από την αρχαία Ρώμη έως την Ινδία και την Ιαπωνία, η αλήθεια προέρχονταν από την ηδονή που μελετάται όχι θεωρητικά, αλλά ως εμπειρία. Οι κοινωνίες αντιμετώπιζαν τη σεξουαλικότητα με μυστικότητα και μυστικισμό, ώστε η αλήθεια να μην κοινοποιηθεί στα υπόλοιπα μέλη τους και χάσει έτσι τη δύναμή της. Η ars erotica βασιζόταν σε κάποιον ωφελιμισμό, δηλαδή στον έλεγχο του σώματος, τη λησμονιά του χρόνου και την ήττα του θανάτου απέναντι στον έρωτα και κυρίως, την ευχαρίστηση σώματος και πνεύματος.

Αντίθετα, οι σύγχρονες κοινωνίες δεν εμπεριέχουν ars erotica, αλλά  scientia sexualis. Ο όρος αυτός συσχετίζεται με την ομολογία, την παραδοχή και την επιστημονική μελέτη. Έτσι, δημιουργείται το τρίπτυχο: η γνώση της ηδονής, η ηδονή να γνωρίζεις την ηδονή, και η ηδονή της γνώσης.

Λόγος, σεξουαλικότητα και ομοφυλοφιλία

Η σεξουαλικότητα για τον Φουκώ (και ίσως αυτή ακριβώς η θέση να τον κάνει τόσο καινοτόμο) δεν έχει χαρακτήρα βιολογικό. Εν αντιθέσει, υπογραμμίζει πως αποκτά ιστορικό, πολιτικό και πολιτισμικό χαρακτήρα, καθώς εκπορεύεται και κατευθύνεται από την ίδια την κοινωνία. Το υλικό της είναι ο Λόγος, τα ερεθίσματα δηλαδή και τα νοήματα που αντλεί κάποιος από το περιβάλλον του (οικογένεια, εκκλησία, Μ.Μ.Ε., κ.λπ.),  ώστε να διαμορφώσει τη δική του αυτόνομη ερωτική ταυτότητα.

Για να στηρίξει την παραπάνω άποψη, μελετά την ερωτική συμπεριφορά του ανθρώπου μέσα στο πλαίσιο της κοινωνίας διαχρονικά, εκκινώντας από την αρχαία Ελλάδα. Καθώς εκεί δεν υπήρχαν νόρμες και θεσμοθετημένοι κανόνες συμπεριφοράς (που εμφανίστηκαν με την έλευση του χριστιανισμού), δεν μπορούσε κανείς να ορίσει ποια συμπεριφορά θεωρούνταν αποδεκτή και ποια αποκλίνουσα. Η ομοφυλοφιλία δεν εξετάζεται ως αυτή καθεαυτή, αλλά μόνο μέσα στο πλαίσιο της εγκράτειας και της ακολασίας. Η ζωή και η συμπεριφορά ενός αρχαίου Έλληνα καθορίζονταν νομοτελειακά από το δίπτυχο αυτό. Έτσι, ένας ομοφυλόφιλος δεν θα χαρακτηρίζονταν περισσότερο ακόλαστος απ’ ότι ένας ετεροφυλόφιλος που επιδίδονταν σε ερωτικές περιπτύξεις.

Λόγος, σεξουαλικότητα και ομοφυλοφιλία

Επίσης, ο κοινωνικός χαρακτήρας της σεξουαλικότητας εντοπίζεται και στη βικτωριανή εποχή. Ο Φουκώ εντοπίζει τρεις κώδικες οι οποίοι επηρεάζουν και καθορίζουν την «κανονικότητα» κατά τον 18ο αιώνα: το εκκλησιαστικό δίκαιο, τη χριστιανική ποιμαντική και τους αστικούς νόμους. Το θεμιτό και το αθέμιτο καθορίζονταν αποκλειστικά από τους τρεις αυτούς παράγοντες. Ως θεμιτό οριζόταν οτιδήποτε είχε να κάνει με τη συζυγική σχέση, τη γονιμότητα και τη διαιώνιση του είδους. Η «φύση» αποτελούσε σημείο αναφοράς. Ό,τι παρέκκλινε από αυτή αποτελούσε αυτόματα στοιχείο αμαρτωλό και καταδικαστέο. Η ομοφυλοφιλία και ο ερμαφροδιτισμός εντάσσονταν στις παρεκκλίνουσες συμπεριφορές που υπάγονταν κάτω από το προσωνύμιο σοδομισμός.

Ωστόσο, οι ιδέες του Διαφωτισμού και το πέρασμα στον 19ο αιώνα έδωσαν άλλη κατεύθυνση στην εξέταση της ομοφυλοφιλίας. Δεν μιλάμε πια για «ανήθικη πρακτική σοδομίας», αλλά για ερμαφροδιτισμό της ψυχής. Το 1869 ο Karl Maria Kertbeny χρησιμοποιεί για πρώτη φορά τον όρο «ετεροφυλόφιλος-ομοφυλόφιλος», ενώ την επόμενη χρονιά ο Carl Westphal σε άρθρο του κάνει λόγο για αναστροφή ανάμεσα στο θηλυκό και το αρσενικό και η ομοφυλοφιλία ορίζεται πια και επίσημα ως μια μορφή εκδήλωσης σεξουαλικότητας. Παράλληλα, η καλλιέργεια της ψυχιατρικής, της νομικής και της λογοτεχνίας μετατρέπουν τον ομοφυλόφιλο από μια ακαθόριστη, σκαιά προσωπικότητα σε συγκεκριμένη φυσιογνωμία. Αυτή ακριβώς η συστηματική μελέτη οδηγεί σε δύο κατευθύνσεις: από τη μία στον έντονο κοινωνικό έλεγχο και την περιθωριοποίηση και από την άλλη, στην αυτοαναφορικότητα. Οι ομοφυλόφιλοι αρχίζουν να διεκδικούν το δικό τους μερίδιο στη φυσικότητα, ανοίγοντας το δρόμο για διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους.

 

Φουκώ και “ queer theory”

Ο Φουκώ δεν ανέφερε ποτέ ρητά τις αιτίες της ομόφυλης επιθυμίας. Δεν τον ενδιαφέρει να εξετάσει τι είναι αυτή ή από πού προέρχεται, αλλά επιδιώκει να μελετήσει πως αυτή εκφράζεται και αποτυπώνεται μέσα στην κοινωνία. Καθώς και ο ίδιος ήταν ομοφυλόφιλος, δεν δίσταζε να διατρανώσει πως δεν αρκεί να δηλώσει κάποιος αυτή τη διαφορετική ερωτική προσέγγιση, αλλά ότι πρέπει να επιδιώξει και έναν αντίστοιχο τρόπο ζωής. (It’s not enough to affirm that we are gay, but we must also create a gay life.)

Το έργο του Φουκώ αποτελεί δύναμη καταλυτική για τη διαμόρφωση της θεωρίας “queer”. O όρος “queer” αρχικά σήμαινε το εκκεντρικό, το ιδιόμορφο και το παράξενο, ενώ αργότερα χρησιμοποιήθηκε ως όρος υποτιμητικός. Από τη δεκαετία του 1960, όμως, η λέξη αποκαθίσταται από την ίδια την ομοφυλοφιλική κοινότητα και πια τείνει να είναι συνώνυμο της περηφάνιας. Πιο συγκεκριμένα, χαρακτηρίζει ανθρώπους με ερωτικές προτιμήσεις που διαφέρουν από τις παγιωμένες, που επιδιώκουν την ισότητα και τη διεκδίκηση αναφαίρετων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιδιώκει το “outing” και έχει και πολιτικό ρόλο. Εκπρόσωποι της “queer theory” είναι η Judith Butler και η Eve Kosofsky Sedgwick..

Ρία Ροροπούλου