Au bon Roman…Στο καλό μυθιστόρημα

Αν αγαπάς τη λογοτεχνία, το να μαθαίνεις πως ένα βιβλίο με τίτλο Au bon Roman (Laurence Cossé, Στο καλό μυθιστόρημα, εκδόσεις Πόλις) κυκλοφορεί μεταφρασμένο στα ελληνικά, και μάλιστα με εξώφυλλο που απεικονίζει στοίβες βιβλίων, σίγουρα θα σου κινήσει το ενδιαφέρον. Έτσι, όταν το είδα τον Οκτώβρη στη μηνιαία συνάντηση των bookcrossers, όρμησα αμέσως να το γραπώσω. Με πρόλαβε μια φίλη, η οποία όμως μου υποσχέθηκε πως όταν το διάβαζε θα μου το έδινε, οπότε πριν από λίγο καιρό βρέθηκε στα χέρια μου και έπεσα με τη μούρη στην ανάγνωση.

Au bon Roman

Η Laurence Cossé μάς συστήνει ανθρώπους με πάθος για τη λογοτεχνία, οι οποίοι, έχοντας βαρεθεί την έκδοση βιβλίων χωρίς ενδιαφέρον που επικρατούν με μοναδικό κριτήριο την επικαιρότητα, αποφασίζουν να δημιουργήσουν ένα εξειδικευμένο βιβλιοπωλείο, για λίγους και εκλεκτούς, ώστε να αναδείξουν παραγνωρισμένα μυθιστορήματα. Πηγαίνοντας κόντρα στη «μόλυνση του πνεύματος» και με οδηγό την ανάγκη τους να μοιραστούν την απόλαυση της ανάγνωσης, ξεκινούν να πραγματοποιήσουν αυτό το ριζοσπαστικό όνειρο, που ουσιαστικά αποτελεί επανάσταση στα πολιτιστικά ήθη της εποχής μας μιας και η όλη ιδέα είναι αντίθετη με τη σύγχρονη πρακτική της βιομηχανίας του βιβλίου.

Η πρώτη μου σκέψη, μετά τον αρχικό ενθουσιασμό, ήταν φυσικά πως όλη η ιστορία βασίζεται στο κυνήγι μιας ουτοπίας και αποπνέει έναν κάποιο ελιτισμό. «Και ποιος είναι δηλαδή αυτός ο Βαν ή η Φραντσέσκα που θα μας πει τι είναι άξιο να διαβαστεί και τι όχι; Εγώ θα διαβάζω ό,τι μου αρέσει και όχι ό,τι πρέπει», θα σκεφτόταν κανείς. Ίσως αρχικά παρερμηνεύσουμε τις προθέσεις των βασικών ηρώων θεωρώντας τους σνομπ, όμως ουσιαστικά πρόκειται περί ανθρώπων που αγωνίζονται για τη διατήρηση και τη συντήρηση της λογοτεχνικής μας κληρονομιάς. Βασισμένη σε αυτή την κεντρική ιδέα, η Cossé καταφέρνει να αποτυπώσει την ισχύουσα κατάσταση στο χώρο της έκδοσης και εμπορίας βιβλίου παγκοσμίως σήμερα ενώ παράλληλα θίγει το θέμα της λογοτεχνικής αξίας, στηλιτεύει τις κριτικές επιτροπές των λογοτεχνικών βραβείων και εξαίρει το ρόλο και τη δύναμη του τύπου, του ίντερνετ και της διαφήμισης στη διαμόρφωση της λαϊκής κουλτούρας και στη χειραγώγηση του κοινού.

Παρά το βιβλιοφιλικό υπόβαθρο και την ευφυή σύλληψη που αρχικά με ενθουσίασαν, όσο προχωρούσε η ανάγνωση οφείλω να ομολογήσω πως κάπου κουράστηκα και προς το τέλος απογοητεύτηκα λιγάκι. Ενώ η ιστορία ξεκινά με το θέμα της λογοτεχνικής αξίας να τίθεται υπό μορφή κοινωνικού προβληματισμού, στη συνέχεια η ιδέα ξεχειλώνει –προφανώς για να ενταθεί η αγωνία–, εστιάζουμε στο μυστήριο ποιος κρύβεται πίσω από τις επιθέσεις κατά του βιβλιοπωλείου, ενώ υπάρχει και μια παράταιρη, γλυκερή και κάπως μελοδραματική παρέκβαση, όπου το νόημα χάνεται τελείως.

Αυτό όμως που πρέπει να κρατήσουμε ως απόσταγμα είναι νομίζω η ουσιαστική διαφορά μεταξύ ψυχαγωγίας και διασκέδασης. Το σύγχρονο μάρκετινγκ στοχεύει στη σύγχυση των καταναλωτών και ευνοεί τους εκδότες της αρπαχτής, αυτούς που δεν αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως πνευματικό αγαθό αλλά ως προϊόν που θα τους αποφέρει κέρδος. Άλλωστε είναι γνωστό πως, καλώς ή κακώς, δεν είναι η ποιότητα που φέρνει κέρδος αλλά η σαβούρα. Η Laurence Cossé όμως μιλά για βιβλία που στοιχίζουν πολύ στο συγγραφέα τους, που βυθίζονται στην ομορφιά του πραγματικού και μας κρατούν εκεί, που δεν παραγνωρίζουν τίποτα από την ανθρώπινη τραγωδία και από τα καθημερινά θαύματα, για βιβλία γραμμένα για μας, τους υπέρμαχους της λογοτεχνίας, για μας που αμφισβητούμε τα πάντα, που κλαίμε με το τίποτε, για μας που μας αρκεί ένα βιβλίο για να γεμίσουν πάλι τα πνευμόνια μας με αέρα. Και, αν μη τι άλλο, το Au Bon Roman δίνει πολλές ιδέες για καλά αναγνώσματα.

 A. Δ

Πληροφορίες σχετικά με το bookcrossing μπορείτε να βρείτε ΕΔΩ

Leave a Reply